9/6/16

Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΟΥ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΚΡΕΝΤΗΣ κ. ΓΙΑΝΝΗ ΓΟΥΔΑ ΣΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ



 29 Μαΐου 1453. Κατά την άλωση της Κωνσταντινούπολης γράφτηκε μια από τις πιο μαύρες σελίδες στην Ιστορία του σύγχρονου ελληνισμού. Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, σηματοδότησε το τέλος του Βυζαντινού ελληνισμού και την απαρχή της Τουρκοκρατίας. Προτού περάσω στα καθεαυτό γεγονότα, ας δούμε κάποια στοιχεία σχετικά με την Βυζαντινή Αυτοκρατορία, τα οποία εμείς οι σύγχρονοι Έλληνες έχουμε την τάση να αγνοούμε, ή να γνωρίζουμε ελλιπώς.
   Ειδικά στις μέρες μας, στην εποχή της κρίσης, εμείς οι Νεοέλληνες διαρκώς καυχιόμαστε για τους αρχαίους προγόνους μας. Υπάρχουν κάποιοι που διατυπώνουν την άποψη ότι η Αρχαία Ελλάδα έδωσε τα φώτα του πολιτισμού της στην ανθρωπότητα. Συνεπώς «Δεν χρωστάμε, μας χρωστάνε». Είναι αλήθεια ότι ο πολιτισμός των ευρωπαϊκών χωρών, οφείλει πολλά στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα όμως αγνοούμε ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της σύγχρονης Ιστορίας μας, δηλαδή την Ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Αυτό είναι ένα μεγάλο λάθος. Είναι σαν να τοποθετούμε μια αερογέφυρα, όπως λέει και ο καθηγητής φιλοσοφίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Χρήστος Γιανναράς, ανάμεσα στην αρχαία ελληνική Ιστορία και στη νεότερη. Στο μεσοδιάστημα τι συνέβαινε; Ο ελληνισμός είχε εξαφανιστεί; Όχι. Σαφώς και ήταν στο προσκήνιο. Το Βυζάντιο είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην αρχαία Ελλάδα  και στη νεότερη. Κατά τον καθηγητή πολιτικών επιστημών Κωνσταντίνο Χολέβα «Ο Ελληνισμός έχει μια αδιάσπαστη ιστορική συνέχεια».
   Ας απαντήσουμε στο ερώτημα που ταλανίζει αρκετούς «Τι ήταν το Βυζάντιο;». Σύμφωνα με την καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Σορβώνης στη Γαλλία και κορυφαία βυζαντινολόγο, κυρία Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, το Βυζάντιο ήταν «Η εξελληνισμένη και εκχριστιανισμένη ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία με την Κωνσταντινούπολη για πρωτεύουσα». Η χώρα μας το 146 π.Χ υποτάχτηκε στη Ρώμη και αποτέλεσε τμήμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η οποία περιλάμβανε σχεδόν όλες τις χώρες της Μεσογείου. Το 330 μ.Χ ο αυτοκράτορας Μέγας Κωνσταντίνος, του οποίου η μητέρα Ελένη ήταν Ελληνίδα και Χριστιανή, μεταφέρει την πρωτεύουσα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τη Ρώμη, στην αρχαία ελληνική αποικία Βυζάντιο, η οποία έκτοτε ονομάστηκε Κωνσταντινούπολη.
   Πολλά χρόνια αργότερα, ο αυτοκράτορας Μέγας Θεοδόσιος, λίγο πριν το θάνατο του, μοίρασε την αυτοκρατορία στους δύο γιούς του Αρκάδιο και Ονώριο, πιστεύοντας ότι έτσι θα ήταν πιο αποτελεσματική η διοίκηση της. Ο Αρκάδιος ανέλαβε τη διοίκηση του ανατολικού τμήματος, ενώ ο Ονώριος του δυτικού. Στο δυτικό τμήμα κυριαρχούσαν λατινόφωνοι πληθυσμοί με ειδωλολατρική θρησκεία. Στο ανατολικό τμήμα όμως (Ελλάδα και Μικρά Ασία κατά κύριο λόγο), κυριαρχούσαν ελληνόφωνοι χριστιανικοί πληθυσμοί. Θα αναρωτηθούν τώρα κάποιοι «Πως είναι δυνατόν, πληθυσμοί έξω από το χώρο της σημερινής Ελλάδας να ομιλούσαν την ελληνική γλώσσα;». Η απάντηση είναι απλή. Ο σταδιακός εξελληνισμός της Μικράς Ασίας, άρχισε με της κατακτήσεις των Μακεδόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Στον καιρό της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, είχε σχεδόν ολοκληρωθεί.
   Η Βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν ναι μεν πολυεθνική, αλλά μονοπολιτισμική. Κυρίαρχο ήταν το ελληνικό στοιχείο. Επίσημη γλώσσα της Αυτοκρατορίας ήταν η ελληνική. Επίσημη θρησκεία ο Χριστιανισμός. Η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ στο σπουδαίο βιβλίο της «Γιατί το Βυζάντιο» αναφέρει πως προϋποθέσεις για να θεωρηθεί κάποιος Βυζαντινός πολίτης, ήταν να δεχτεί την ελληνική παιδεία και να ασπαστεί τον Χριστιανισμό.
   Η Κωνσταντινούπολη αλώθηκε από τους Τούρκους το 1453, όμως η παρακμή της είχε ξεκινήσει αρκετά χρόνια νωρίτερα. Τα αίτια της παρακμής, εξηγούνται αναλυτικά στο σπουδαιότατο πολύτομο έργο «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους».
   Μετά το θάνατο του δοξασμένου αυτοκράτορα Βασίλειου Β’ Βουλγαροκτόνου, το 1025 μ.Χ, ανέβηκαν στο θρόνο αυτοκράτορες οι οποίοι με τις ενέργειες τους ζημίωσαν ανεπανόρθωτα τα οικονομικά της αυτοκρατορίας:
α) κατήργησαν τον νόμο του αλληλέγγυου. Ήταν ένας νόμος κατά τον οποίο, όταν ένας φτωχός δεν μπορούσε να πληρώσει τους απαιτούμενους φόρους, αναγκάζονταν να τους πληρώσουν οι πλούσιοι της εποχής εκείνης, οι «δυνατοί» όπως ονομάζονταν.
β) αντικατέστησαν τους Βυζαντινούς στρατιώτες με ξένους μισθοφόρους, θεωρώντας ότι οι μισθοφόροι μπορούσαν να φυλάξουν καλύτερα τα σύνορα της αυτοκρατορίας.
γ) φορολόγησαν τα κτήματα των Ακριτών. Ακρίτες ονομάζονταν οι Βυζαντινοί στρατιώτες φρουροί των συνόρων. Κατοικούσαν στα σύνορα, τους είχαν παραχωρηθεί κτήματα τα οποία δεν φορολογούνταν. Έτσι φυλούσαν ταυτόχρονα και τη γη τους και τα σύνορα της αυτοκρατορίας.
   Αυτά τα αίτια όμως δεν είναι τα μοναδικά. Ο διάσημος Αργεντίνος ψυχολόγος Χόρχε Μπουκάι στο βιβλίο του «Ο δρόμος της αυτοεξάρτησης», αναφέρει χαρακτηριστικά «Είμαστε αναγκαστικά υπεύθυνοι για ότι μας συμβαίνει, γιατί με τον Α ή Β τρόπο επιλέξαμε να μας συμβεί». Μιας οικονομικής κατάρρευσης προηγείται μια πνευματική ήττα. Οι Βυζαντινοί πολίτες σε πρώτη φάση «πτωχεύσαν πνευματικά».
   Τον καιρό ακμής του Βυζαντίου, σύμφωνα με την «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», είχε δημιουργηθεί στους πολίτες μια ψευδαίσθηση ότι η ειρήνη και η ευημερία θα διαρκούσαν πολλά χρόνια. Πολλοί πίστευαν ότι θα ήταν απίθανο να απειλήσουν την αυτοκρατορία εξωτερικοί εχθροί λόγω της παντοδυναμίας της. Αυτό είχε σαν συνέπεια να παραμελήσουν τα στρατιωτικά καθήκοντα, πληρώνοντας μάλιστα συχνά χρηματικά ποσά για να αποφύγουν την στρατιωτική θητεία τους.
   Οι πολίτες της επαρχίας, συχνά έβλεπαν με ζήλια τους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης θεωρώντας ότι απολάμβαναν περισσότερα προνόμια. Από την άλλη πλευρά, οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης έβλεπαν με υπεροψία τους αντίστοιχους της επαρχίας. Χαρακτηριστικό μάλιστα το γεγονός, ότι κατά την πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204 μ.Χ, οι «επαρχιώτες» δεν έδειξαν ουδεμία διάθεση να προσφέρουν στρατιωτική βοήθεια στην πρωτεύουσα τους που κινδύνευε.
   Λόγω της υψηλής φορολογίας, οι πολίτες αισθάνονταν εχθρότητα προς την Κωνσταντινούπολη. Αυτές οι αδυναμίες φάνηκαν ακόμη περισσότερο τον καιρό που έκαναν την εμφάνιση τους οι Τούρκοι.
   Οι Τούρκοι ήταν νομαδικός λαός, περίφημοι τοξότες, εξαιρετικοί καβαλάρηδες, προερχόμενοι από τις στέπες της Μογγολίας. Η πιο αποφασιστική μάχη διεξήχθη στο Μαντζικέρτ της Αρμενίας το 1071 μ.Χ. Ήταν μια μάχη κατά την οποία ο βυζαντινός στρατός νικήθηκε ολοκληρωτικά. Έκτοτε ο δρόμος για την κατάκτηση της Μικράς Ασίας για τους Τούρκους ήταν ανοιχτός. Ο στρατηγός ε.α Φράγκος Φραγκούλης, στο περίφημο βιβλίο του «Ποια Τουρκία; Ποιοι Τούρκοι;», αναφέρει πως όταν πρωτοεμφανίστηκαν οι νομάδες Τούρκοι, αριθμούσαν γύρω στα 50.000 άτομα. Αντίθετα οι Βυζαντινοί είχαν πληθυσμό γύρω στα 25.000.000. Τίθεται αυτόματα τα ερωτήματα: «Πως ένας τόσο ολιγάριθμος νομαδικός λαός κατάφερε να γονατίσει μια ολόκληρη αυτοκρατορία και να γιγαντωθεί; Γιατί μια τόσο μεγάλη πληθυσμιακή συρρίκνωση του ελληνισμού;». Ο στρατηγός μας δίνει την απάντηση. Πολλοί Έλληνες ήταν πρόθυμοι να συνεργαστούν με τους Τούρκους, δυσαρεστημένοι από την βαριά φορολογία της Κωνσταντινούπολης. Το ίδιο συνέβαινε και με τοπικούς ηγέτες. Οι τοπικοί ηγέτες μάλιστα προκειμένου να μην χάσουν τα προνόμια τους, ήταν πρόθυμοι να εκτουρκιστούν και να αλλαξοπιστήσουν. Συνεπώς, σημαντική μερίδα Βυζαντινών πίστευε ότι θα βελτίωνε το βιοτικό της επίπεδο αν υποτάσσονταν στους νέους δυνάστες. Μέσα σε όλα αυτά ας προσθέσουμε και τα παιδομαζώματα, τους βίαιους εξισλαμισμούς.
   Η αντικατάσταση των ακριτών, των χωρικών, από ξένους μισθοφόρους, αποδυνάμωσε τον Βυζαντινό στρατό, ο οποίος δεν μπορούσε πλέον να είναι το ίδιο αποτελεσματικός. Σε όλα αυτά, αν προσθέσουμε και τις δυναστικές διαμάχες για τον αυτοκρατορικό θρόνο, καταλαβαίνουμε ότι η μοίρα του Βυζαντίου ήταν προδιαγεγραμμένη.
   Το 1453 μ.Χ αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο πρώην δεσπότης του Μυστρά, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Ένας ικανότατος αυτοκράτορας, στην χειρότερη χρονική περίοδο όμως, κατά την οποία προσπαθούσε να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα. Την περίοδο της βασιλείας του, το Βυζάντιο δεν ήταν η πάλαι ποτέ ένδοξη αυτοκρατορία. Ήταν ένα αδύναμο συρρικνωμένο κρατίδιο αποτελούμενο μονάχα από την Κωνσταντινούπολη και τα προάστια της.
   Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος προσπάθησε να περισώσει ότι μπορούσε προκειμένου η Πόλη να αντέξει την επικείμενη πολιορκία των Τούρκων. Επισκεύασε τα τείχη, συγκέντρωσε όσο μπορούσε περισσότερο σιτάρι. Παρά τις κάκιστες σχέσεις και το σχίσμα με την Εκκλησία της Ρώμης, προσπάθησε να γεφυρώσει το χάσμα, φέρνοντας καθολικούς ιερωμένους να συλλειτουργήσουν στην Αγία Σοφία. Στόχος του ήταν η εξασφάλιση βοήθειας από την Δύση. Οι πολίτες όμως, τυφλωμένοι από μισαλλοδοξία, δείγμα της πνευματικής παρακμής τους, αδυνατούσαν να καταλάβουν τα βαθύτερα κίνητρα του αυτοκράτορα. Σαν αποτέλεσμα, ενώ οι Τούρκοι πλησίαζαν, ξέσπασαν ταραχές στην πρωτεύουσα με πολλούς να λένε ότι προτιμούσαν τούρκικο σαρίκι στην Πόλη, παρά λατινική καλύπτρα.
   Το βράδυ της 28ης Μαϊου 1453, έγινε στην Αγία Σοφία η τελευταία λειτουργία. Κατά τη διάρκεια της, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ζήτησε από όλους συγχώρεση και κατόπιν κοινώνησε.
   Η Κωνσταντινούπολη άντεξε κάποιες μέρες στην πολιορκία του πολυάριθμου τουρκικού στρατού. Όμως στις 29 Μαϊου 1453 έπεσε. Παρά τη γενναία αντίσταση των ολιγάριθμων υπερασπιστών, από μια μικρή Πύλη που βρέθηκε ανοιχτή, άγνωστο ποιος την άνοιξε, την Κερκόπορτα, στρατιές Τούρκων όρμησαν στην Πόλη. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, πολέμησε πρώτος ανάμεσα στους πρώτους. Όμως η μοίρα τους ήταν γνωστή.
   Σε αυτό το σημείο ας γίνει μια παρατήρηση σχετικά με την Κερκόπορτα. Εμείς οι Έλληνες αρεσκόμαστε στο να πλάθουμε θεωρίες συνωμοσίας προκειμένου να δικαιολογούμε τις αδυναμίες μας. Το ίδιο συνέβη με την Κερκόπορτα. Πολλοί πιστεύουν ότι αν δεν βρισκόταν ανοιχτή, η Πόλη ποτέ δεν θα τούρκευε. Όμως η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Στη σειρά ντοκιμαντέρ «Η μηχανή του χρόνου», αναφέρει πως ήταν αδύνατον 10.000 στρατιώτες να αντιμετωπίσουν έναν πολυάριθμο στρατό 160.000. Οπότε εκ των πραγμάτων, αργά ή γρήγορα η πόλη θα έπεφτε.
    Εμείς οι Έλληνες οφείλουμε να γνωρίσουμε καλύτερα την Ιστορία του νέου Ελληνισμού, τη Βυζαντινή. Όπως έλεγε η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, φυσική πρωτεύουσα των νεοελλήνων είναι η Κωνσταντινούπολη. Η Αθήνα επιλέχθηκε να γίνει πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους, από τον  Όθωνα, χάρις στο λαμπρό αρχαίο της παρελθόν. Όμως για αιώνες, η Αθήνα ήταν ένα ασήμαντο χωριουδάκι. Δεύτερη σημαντικότερη πόλη του Βυζαντίου ήταν η Θεσσαλονίκη, ακολουθούμενη από Έφεσο, Τραπεζούντα, Σμύρνη, Φιλαδέλφεια, Αντιόχεια κλπ. Ο Ρήγας Φεραίος, στις επαναστατικές προκηρύξεις του, οραματίζονταν μια Βαλκανική ομοσπονδία κρατών, στην οποία κυρίαρχο ρόλο θα είχε ο ελληνισμός. Η ομοσπονδία αυτή που ονειρεύονταν ο Ρήγας, δεν ήταν άλλη από την Βυζαντινή αυτοκρατορία. Επιπλέον, λίγο πριν την έκρηξη της ελληνικής επανάστασης του 1821, η έδρα της φιλικής εταιρείας μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη. «Στο στόμα του λύκου;» θα αναρωτηθούν κάποιοι. Αυτή η κίνηση δείχνει ότι ξεκάθαρος στόχος των Ελλήνων ήταν η ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης και η επανάσταση να φτάσει μέχρι την Βασιλεύουσα.
   Κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί γνώμες ότι ο χριστιανισμός επιβλήθηκε με τη βία στους Έλληνες. Ότι τάχα η πραγματική μας θρησκεία είναι το 12θεο, οπότε δεν έχουμε ουδεμία σχέση με το Βυζάντιο. Αυτό επ’ ουδενί δεν ισχύει. Ο Απόστολος Παύλος, επισκεπτόμενος πρώτη φορά την Αθήνα, αντίκρυσε έναν βωμό με την επιγραφή «Στον άγνωστο θεό». Απευθυνόμενος στους Αθηναίους είπε «Για αυτόν τον Θεό τον οποίο ψάχνετε θα σας μιλήσω». Από τους πρώτους Αρχαίους Έλληνες που μίλησαν για έναν Θεό, ήταν ο Σωκράτης και ο Πλάτωνας. Επιπλέον, είναι γνωστό σε όλους μας, ότι η χριστιανική διδασκαλία δεν επιβάλλεται ποτέ με την βία. Αντιθέτως, προϋποθέτει την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου. Όπως πολύ σωστά έλεγε ο πατήρ Γεώργιος Μεταλληνός «Ο ελληνικός πολιτισμός μετά την συνάντηση του με τον χριστιανισμό, τελειοποιήθηκε». Ας μην ξεχνάμε ότι οι Τρεις Ιεράρχες είχαν σπουδάσει ελληνική φιλοσοφία στην Αθήνα. Ήταν οι πρώτοι που πέτυχαν την σύζευξη αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας-χριστιανισμού. Όποιο στοιχείο της ελληνικής φιλοσοφίας συμφωνούσε με το πνεύμα του χριστιανισμού, διατηρήθηκε. Άλλωστε αν το Βυζάντιο ήταν εχθρικό προς την αρχαία Ελλάδα, δεν θα υπήρχαν σήμερα καθόλου ίχνη του πολιτισμού της.
   Τα παθήματα των Βυζαντινών λοιπόν ας μας γίνουν μαθήματα γιατί και εμείς οι σύγχρονοι Έλληνες βρισκόμαστε σε πνευματική παρακμή. Στην πατρίδα μας σήμερα δεν υπάρχει κρίση όπως πολλοί νομίζουμε. Η κατάσταση μοιάζει να είναι πολύ χειρότερη. Υπάρχει μια βαθύτατη παρακμή σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, όπως λέει και ο πολιτικός αναλυτής Γιώργος Καραμπελιάς. Τα χρόνια της μεταπολίτευσης, κυρίαρχη ιδεολογία ήταν το να περνάμε καλά, χωρίς να δίνουμε έμφαση στην πνευματική καλλιέργεια και μόρφωση μας. Ενδεικτικό την πνευματικής μας πενίας είναι ότι απουσιάζουν πλέον πνευματικά αναστήματα σαν τον Ελύτη, το Σεφέρη, τον Κόντογλου, τον Παπαδιαμάντη κλπ. Η Ελλάδα δείχνει ότι δεν παράγει πολιτισμό. Όντας αποκομμένοι από τον Θεό, δεν έχουμε κάπου να στηριχτούμε. Έριδες, διχόνοιες, αλληλοκατηγορίες. Κυρίαρχο μας στοιχείο ο εκβαρβαρισμός και η εγωπάθεια.  Αυτό φαίνεται για παράδειγμα στον τρόπο που οδηγούμε και παρκάρουμε. Ο εκβαρβαρισμός της ελληνικής κοινωνίας καθρεφτίζεται στον αγενή και άξεστο τρόπο με τον οποίο όλο και συχνότερα ομιλεί ο Έλληνας. Δεν δώσαμε την απαιτούμενη έμφαση στην καλλιέργεια της γλώσσας μας. Άνθρωπος χωρίς Γλώσσα, μοιάζει να είναι άνθρωπος δίχως σκέψη. Και όπως έλεγαν οι παλαιότεροι «Άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο».
   Υπάρχει μια δυσαρμονία στη σχέση μας με το κράτος. Ο Έλληνας αισθάνεται το κράτος σαν αντίπαλο. Οτιδήποτε είναι δημόσιο, κοιτάμε να το καταστρέψουμε. Ρίχνουμε ευθύνες σε πολιτικούς, τους οποίους όμως εμείς επιλέξαμε να μας κυβερνήσουν. Και τους επιλέγαμε για 40 χρόνια. Με ποιο σκεπτικό; Αναλωνόμαστε στην πολιτική του καφενείου, πλάθοντας θεωρίες συνομωσίας και δήθεν ανωτερότητας της ελληνικής φυλής, αποφεύγοντας δυστυχώς να παραδεχτούμε τις δικές μας ευθύνες, αποφεύγοντας να κάνουμε την αυτοκριτική μας. Κάποτε ρώτησαν τον μακαρίτη φιλόσοφο Κορνήλιο Καστοριάδη: «Εγώ θα διορθώσω την Ελλάδα;». Η απάντηση του ήταν: «Ναι, εσύ θα τη διορθώσεις. Από τον χώρο και τομέα όπου βρίσκεσαι».
   Η γνώση της Ιστορίας μας λοιπόν θα μας βοηθήσει να διδαχτούμε από τα λάθη του παρελθόντος. Κατά τον καθηγητή Χρήστο Γιανναρά,  χωρίς γνώση της Ιστορίας μας, είναι σαν να μη ξέρουμε ποιοι είμαστε. Όπως όταν κάποιος πάσχει από αλτσχάιμερ και δεν θυμάται το παρελθόν του. Δεν ξέρει ποιος είναι. Η κοινή Ιστορική πορεία είναι το στοιχείο που πρωτίστως ενώνει τον ελληνισμό. Κάποιοι θα αναρωτηθούν «Η γλώσσα δεν μας ενώνει;». Μας ενώνει αλλά όχι απαραίτητα. Γιατί σύμφωνα με τον φίλο ιστορικό, καταγόμενο από την Έδεσσα, Δημήτρη Ευαγγελίδη «Η ομιλούμενη γλώσσα δεν αποτελεί πάντα στοιχείο κοινής ιστορικής ταυτότητας. Φτάνει να θυμηθούμε τα παραδείγματα των Σέρβων με τους Κροάτες, τους Βόσνιους, τους Μαυροβούνιους, το παράδειγμα των Ρουμάνων με τους ομόγλωσσους τους Μολδαβούς, των Βουλγάρων με τους Σκοπιανούς».