1/3/11

Κώστας Αριστόπουλος - Ο διάδοχος του Γιάννη Βασιλόπουλου και καρδιακός φίλος του Θεόφιλου (Λάκη) Μάκκα

Για κάποιο μυστικό λόγο οι εκπλήξεις έχουν ακόμα πέραση. Αλλά κοίτα, φίλε αναγνώστη, τι ιστορεί η λέξη «έκπληξη». Αποτελείται, λέει, από την πρόθεση «εκ» και το ουσιαστικό «πλήξη». Το «εκ» σημαίνει «έξω από κάτι» και στην προκειμένη περίπτωση δηλώνει «έξω από την πλήξη», δηλαδή, όπως μεταφορικά θα λέγαμε σε μια πορεία αντικυβερνητικής διαμαρτυρίας «κάτω η πλήξη». Ωραίο σύνθημα δεν είναι; Να έβγαινες, ας πούμε, το 1973 και να φώναζες στο Πολυτεχνείο «κάτω η πλήξη», αντί του «κάτω η Χούντα»!
Εδώ που τα λέμε, το σύνθημα «κάτω η πλήξη» θα είχε απογειωτική πολιτική ισχύ τη σήμερον ημέρα, εάν, ας πούμε, γεννιόταν ένα κόμμα νεανικής αντίστασης στη γενική πολιτική χαμάρα. Λοιπόν, μια τέτοια έκπληξη μας ετοίμασαν ο Γρηγόρης και η Χαρά. Ένα χειμωνιάτικο βράδυ στο καλύβι τους. Δεν θυμάμαι αν έβρεχε. Αλλά τώρα, είναι σα να έβρεχε τότε και σα ν´ ακουγόταν στην στέγη ο ήχος του ουράνιου νερού σταγόνα - σταγόνα. Στο τζάκι τα χοντρά ξύλα σχημάτιζαν ένα πύρινο κεφαλαίο Π και στην είσοδο της πύρινης αυτής Πύλης έκαιγαν άλλα μικρότερα, με φλόγες που σχημάτιζαν, λες, μορφές μικροσκοπικών αγγέλων, μέχρι όλα τα ξύλα, χοντρά και λιγνά (δηλαδή μέχρι όλος ο κόσμος) να γίνει πάλι φωτιά. Και μετά κάρβουνο. Και μετά στάχτη. Ναι, ίσως είναι αλήθεια ότι ο κόσμος ξαναγεννιέται από την στάχτη του. Όχι. Ναι. Η έκπληξη δεν ήταν το Πύρινο Π του τζακιού. Ήταν «τα παιδιά» που ήρθαν να τραγουδήσουν στο Ομηρικό τραπέζι, ήταν οι Αριστοπουλαίοι και η παρέα τους. Απόψε θ´ ακούγαμε παραμύθια μουσικά, όπως κάποτε, πάντα δίπλα στο αναμμένο τζάκι, έλεγε παραμύθια ο παππούλης ψήνοντας ρεβίθια στη χόβολη με τη μασιά. Να σας δώσω ένα παραμυθένιο παράδειγμα της βραδιάς εκείνης: «Μου είπαν πως σε είδανε / εκεί που ζεις στα ξένα / μου τόπαν πως σε είδανε / να κρυφοκλαίς για μένα». Και η σπαρακτική επωδός: «Δεν θέλω τα ματάκια σου / να τάχεις δακρυσμένα».
Κατάλαβες; Και να σου τ´ αφηγείται αυτά ο Ηλίας Αριστόπουλος με την λιτή γραμμή της Δωρικής κολόνας ενός αρχαίου ναού που δεν λέει να ερημώσει στις μέρες μας. Για να αισθάνεσαι μέχρι το μεδούλι, ότι αυτά τα τραγούδια δεν λέγονται με το στόμα, ούτε με την καλή φωνή. Αυτά τα τραγούδια, μάγκα μου, λέγονται με την ψυχή. Γι´ αυτό ανασταίνουν και τις ψυχές. Ζητάει ο Θανάσης το αγαπημένο του κι αρχίζει ο Ηλίας να τραγουδά: «Απόψε κρύο έκανε / κρύο και τραμουντάνα / τα περιγιάλια πήξανε / κι οι βρύσεις μαρμαρώσαν / άιντε κι εσείς πουλάκια μου / άιντε κι εσείς περιβολάκια μου / με τ´ άνθη στολισμένα / μην είδατε τον αρνητή / τον ψεύτη της αγάπης;».
Και λες, να είναι τάχα η τρυφερότητα του άγνωστου παλιού βουκόλου που σκάρωσε τους στίχους ή μήπως το ενστικτώδες αίσθημα του τραγουδιστή που ακούς απόψε δίπλα στο τζάκι σα βασιλιάς που γύρισε από τον πόλεμο; «Εγώ δεν ξέρω γράμματα» μου είχε πει κάποτε ο Ηλίας. Κι επειδή δεν ξέρει γράμματα, λέει, δεν ξέρει τίποτα. Πού να ήξερε, ότι αυτό που κουβαλά εντός του χωρίς να το ξέρει, είναι πολυτιμότερο απ´ όλα όσα ξέρουν και εμπορεύονται οι γραμματιζούμενοι;
Αλήθεια είναι ότι στην φυλή των τσιγγάνων οφείλουμε κυρίως την ευκαιρία να ξαναπιάσουμε σήμερα το νήμα της μουσικής μας παράδοσης που περιφρονήσαμε κάποια στιγμή και δια μακρών. Αυτοί το διέσωσαν στους χαλεπούς εκείνους καιρούς. Όντας ταπεινοί ήταν οι μόνοι που το κουβαλούσαν στις ταπεινές αυλές όταν ο ταπεινός επίσης λαός πάντρευε τα παιδιά του. Έχω δει αμέτρητες φορές να διώκονται σαν σκυλιά από το προαύλιο της εκκλησίας «οι γυφταίοι με τα νταούλια». Έβγαινε κάποιος, τους έδινε ένα χαρτονόμισμα, για ένα κρασί στο καπηλειό και τους έδειχνε το δρόμο απέναντι, πως λες στο σκύλο σου «φύγε»... Ευτυχώς για την λαϊκή δημοτική μουσική μας παράδοση δεν είχαν την περηφάνια ή τον εγωισμό να πουν «άει σιχτίρ». Έλεγαν κι «ευχαριστώ». Κανονικά θα έπρεπε δίπλα στο μνημείο του άγνωστου στρατιώτη να έχουμε ένα μνημείο αφιερωμένο στον άγνωστο γύφτο. Ας μην το κάνουμε στο Σύνταγμα, εντάξει, ίσως να είναι ρητορική υπερβολή αυτό. Ας το κάνουμε όμως στην κεντρική πλατεία του Αγρινίου. Ποιος Δήμαρχος θα τολμούσε να το κάνει αυτό για να δούμε τα δυναμάρια του; Καθότι, μάγκα, εμείς εδώ στην Αιτωλοακαρνανία έχουμε κάθε λόγο να περηφανευόμαστε γι´ αυτό. Εδώ γεννήθηκαν και συνεχίζουν να γεννιούνται οι μεγαλύτεροι μουσικοί της δημοτικής μας παράδοσης, οι μεγαλύτεροι στο κλαρίνο, πάππου προς πάππου κουβαλούν το άκουσμα και το μεταφέρουν μέχρι τα πέρατα της γης, μέχρι την Αμερική και την Αυστραλία. Στην πραγματικότητα, η μεγάλη δόξα να μιλά Ελληνικά η ομογένεια, δεν ανήκει μόνο στον Στέλιο Καζαντζίδη. Ανήκει και σ´ αυτούς τους ταπεινούς λαϊκούς μουσικούς που κράτησαν όρθιο το Ελληνικό φρόνημα στην ξενιτιά. Να πεις πρόχειρα εδώ για την δυναστεία του Σαλέα, την δυναστεία του Βασιλόπουλου. Να θυμηθείς τον Βαγγέλη Κοκώνη, τον Γιώργο Σιούτα. Αυτοί οι μουσικοί, όπως και οι μεγάλοι τραγουδιστές του τόπου, θυμήσου πρόχειρα τον Καρναβά και τον Γεροθόδωρο, δεν πέρασαν από τις βιομηχανίες της μουσικής για να γίνουν αστέρια. Δεν επιτηδεύτηκαν. Βαπτίσθηκαν και ιερούργησαν μέσα στο λαό. Εδώ ή στην ξένη. Άσβηστα αντηλάκια που φώτισαν τις μοναχικές νύχτες της ξενιτιάς. Καθόλου λιγότερο δεν ακούστηκαν στους ξενιτεμένους από τον Καζανζίδη, πολύ περισσότερο ανατρίχιασε το πετσί τους ακούγοντας το «νάμουν πουλί να πέταγα να πήγαινα τ´ αψήλου», αλλά δεν τιμήθηκαν ποτέ ούτε κατ´ ελάχιστον, πολλώ δε μάλλον όσο εκείνος. Αυτές οι μελαψές μορφές ταυτισμένες απόλυτα με το λαϊκό άκουσμα και την δημοτική ψυχή στην πιο απλή χαρά της έμειναν και είναι ακόμα «σαρξ εκ της σαρκός του λαού».
Που λες, ρώτησαν κάποτε τον Γιάννη Βασιλόπουλο, αυτόν τον «μεγάλο Έλληνα», όπως τον είπε μια φορά ο Θύμιος Σώκος, τον ρώτησε ο παλιός και πρόωρα χαμένος φίλος, ο Χρήστος Μπίκας, από τη Μυρτιά: «Ποιον βλέπεις από τους νέους ότι θα γίνει διάδοχός σου;». Και αυτός απάντησε: «Ο Κώστας Αριστόπουλος».
Και τι ήταν τότε ο Κώστας Αριστόπουλος; Ένα παιδάκι ήταν. Ένα αδύνατο παιδάκι, εύθραυστο που, λες, τώρα θα φυσήξει ο αέρας και θα το πάρει. Ανέβαινε στο πατάρι όμως και δεν έπαιζε κλαρίνο. Έπαιζε ΜΕ το κλαρίνο. Και φαγώθηκε να τον φέρει ο Χρήστος στο πανηγύρι του Αϊλιά. Ήρθε, αλλά δεν του έδωσαν ακέριο μεροκάματο οι συνάδελφοί του γιατί ήταν μικρός. Από τις 150.000 δραχμές τότε, του έδωσαν μόνο 5.000! Το κατάλαβε ο Χρήστος, στενοχωρήθηκε, την επόμενη χρονιά κάλεσε την ορχήστρα, τους είπε όμως ότι «κουμάντο θα κάνει ο Κώστας, αλλιώς δεν σας θέλω». Κι έδωσε στον Κώστα τα λεφτά, να πληρώσει αυτός τους άλλους. Τέτοιες μαγκιές έκανε ο χαμένος φίλος μου ο Χρήστος και σημάδευε ζωές. Και ήρθε ο Αριστόπουλος στον Αϊλιά. Τι χρόνια κι εκείνα! Μια από τις φορές τον θυμάμαι τώρα με την υπέροχη Τσαχάλου, που τραγούδαγε κι ανατρίχιαζες. Κι έπαιξε ο Κώστας ένα τσιφτετέλι και χόρεψε ένα κορίτσι (μια φοραδίτσα δεκαεπτά χρονώ). Ανατρίχιασε ο κόσμος όλος. Κι ονειρεύονταν για βδομάδες.
Ο Ηλίας Αριστόπουλος είναι ο βασιλιάς του ζουρνά. Τα πανηγύρια του Αησημιού και της Αγιαγάθης θα ήταν πολύ φτωχότερα χωρίς αυτόν. Και ο ζουρνάς δεν είναι η Δημοτική παράδοση. Είναι η Διονυσιακή παράδοση της Ελλάδας. Ο Ηλίας όμως είναι βασανισμένος. Το βλέπεις στα μάτια του. Το ακούς στο τραγούδι του. Έχουν ακουστεί πολλά για τον αλτρουισμό του, πώς ανέλαβε και πώς διεκπεραίωσε την αποστολή ενός «πάτερ φαμίλιας», όμως ο ίδιος δεν αναφέρεται ποτέ σε αυτά. Στον λαϊκό μας κώδικα πάντως συνιστούν μια αγιότητα. Ο Ηλίας είναι βασανισμένος. Ναι. Ο Κώστας είναι αβασάνιστος. Ή, μάλλον όχι, δείχνει ότι εισπράττει αλλιώς τα βάσανα της ζωής. Σου λέει τον πόνο του χαμογελώντας. Μιλάει για την κόρη του που παντρεύτηκε στα δεκατρία, γελάει, αλλά πίσω από το γέλιο σπαράζει. Υποκλίνεται στην απόφαση της καλής του, ακούει όμως και την πατρική καρδιά του που διαφωνεί, αισθάνεται και το εσωτερικό βάρος να υποκύψει στα πράγματα. Εντελώς άλλο αίσθημα. Πιο σύνθετο από του θείου του. Όταν παίρνει το κλαρίνο να παίξει για την παρέα, βγάζει άλλον ήχο. Δεν είναι βασανιάρικος σαν του Ηλία. Είναι «όξω καρδιά». Είναι μια τρυφερότητα που κρύβει πίσω από τις νότες για να μην την καταλάβουν οι άλλοι και την τσαλακώσουν. Παίζει και αναγνωρίζεις στον ήχο του τα γυρίσματα των πουλιών. Σίγουρα δεν τον αφήνουν ανεπηρέαστο οι λαλιές των εξήντα καναρινιών που θρέφει στο σπίτι του, ούτε τα απαλά συρίγματα του ανέμου στον κάμπο του Αγρινίου.
Εάν προεκτείνουμε την διαφορά που εντοπίζουμε ανάμεσα στον Ηλία και τον Κώστα, θα φτάσουμε σε ένα πολύ κρίσιμο ερώτημα: Τι θα γίνει με το μουσικό άκουσμα της Δημοτικής μας παράδοσης, εάν οι τσιγγάνοι καλοζωιστούν; Το πιθανότερο είναι να χάσουν κι εκείνοι τα υπόγεια εκείνα ηχώδη σπήλαια που αντηχούν, όταν παίζουν μουσική. Έχει ήδη συμβεί σε όσους εγκαταστάθηκαν στα διαμερίσματα των πόλεων. Η Δημοτική μουσική είναι εξοχικό βίωμα. Ορίζοντας. Χρώματα. Ήχοι της γης. Αίσθημα. Έρωτας. Χαρά. Λύπη. Ένστικτο. Παραμύθι. Μεγαθυμία. Συγχώρεση. Άφεση. Και συνέχεια της ζωής είναι. Ακόμα και όταν ο άγνωστος λαϊκός ποιητής λέει ότι «θα πεθάνει από αγάπη», το λέει ρε παιδί μου κάπως, όχι με χαρά, το λέει όμως με χάρη, πάντα δε στο τέλος ζει και βασιλεύει με τον καημό του διπλωμένο σεβαστικά στο συρτάρι της καρδιάς.
Ως τότε όμως έχουμε την ευκαιρία να γευόμαστε αυτές τις νοστιμιές που μας χαρίζουν απόψε οι Αριστοπουλαίοι. Παρακολουθείς πώς αναπτύσσουν το μουσικό τους δρώμενο. Αισθάνεσαι τους αδιόρατους κανόνες που υπηρετούν και πώς συνεννοούνται με τα μάτια. Ο επαγγελματίας του είδους τους, πρέπει, λέει, να ξέρει το αγαπημένο τραγούδι του γλεντζέ. Να του το πει μια φορά σ´ ένα πανηγύρι κι ο καλλιτέχνης είναι υποχρεωμένος να το θυμάται σε όλη του την ζωή μετά και σε όποιο γλέντι συναντηθούν από κει και πέρα, πρέπει, χωρίς να ρωτήσει, να παίξει το τραγούδι που ξεσηκώνει τον γλεντζέ και τον κάνει αλοιφή, να λιώσουν τα κύτταρά του στο καμίνι στης μνήμης και να γυρίσει στο σπίτι του με την αίσθηση ότι ξάπλωσε στο κρεβάτι με τις Θεές του Ολύμπου. Έτσι βγαίνει το μεροκάματο του καλού μουσικού.
Αυτοί είναι οι Αριστοπουλαίοι. Κι έχουν στην παρέα τον Θωμά Φρίντζο. Με την ξέχειλη αγαθότητα του λαουτιέρη. Και ο Πάνος Αριστόπουλος εδώ. Πίσω από έναν καναπέ κρύφτηκε να παίξει τουμπερλέκι ένα Αριστοπουλάκι τοσοδά, ο Θύμιος. Ντρεπόταν. Πάει ο Κώστας και τον παίρνει από το χέρι. Τον βάζει σε μια καρέκλα μπροστά από τον Φρίντζο. Να τον βλέπει όλη η παρέα. Να βλέπει κι ο Θύμιος τα πρόσωπα. «Εδώ, μπροστά. Για να γίνεις άνθρωπος, δεν πρέπει να κρύβεσαι», του είπε.
Κάπως έτσι είχε κάμει ο Χρήστος Μπίκας με τον Κώστα Αριστόπουλο, τότε που αυτός ήταν παιδί. Και είναι σίγουρο: Αυτό που έκαμε ο Κώστας εδώ μπροστά μας, θα το θυμάται ο Θύμιος σε όλη του την ζωή, θα το κάνει κι αυτός στον δικό του ανιψιό. Να η συνέχεια. Να πώς συνεχίζεται η ζωή και να πώς η γνώση δεν μένει προνόμιο των κατόχων της, διαχέεται, θα έλεγε κανείς Προμηθεϊκά, και δωρίζεται στον κόσμο. Δεν έχουν σημασία οι διαστάσεις και οι όγκοι, δεν έχουν σημασία οι μεγεθύνσεις και οι σμικρύνσεις, ο μηχανισμός είναι ίδιος.
Αυτοί οι άνθρωποι μπορούν να είναι το ίδιο ακριβώς στο καλύβι και στο παλάτι. Δεν θέλουν να προδώσουν τη ράτσα τους, δεν ντρέπονται γι´ αυτήν, όπως ντρέπεται ο μικροαστός για την αγροτική του καταγωγή. Κάποιος θα το έλεγε αυτό «άγνοια κινδύνου» ή «έλλειψη ταξικής συνείδησης», αλλά μάλλον ισχύει ο ποιητικός ισχυρισμός ότι οι άνθρωποι που είναι ίδιοι στο καλύβι, ίδιοι και στο παλάτι, είναι σοφοί. Άρα οι Αριστοπουλαίοι και η παρέα τους, η φυλή τους να πεις, έχουν μια σοφία παλιά, δυσεύρετη, όσο και πολύτιμη στις αγκυλωμένες μέρες που περνάμε. Γιατί παίζουν μουσική στο καλύβι, όπως θα έπαιζαν στο παλάτι. Στο πανηγύρι, στο τελευταίο  κουτσοχώρι, όπως, α, ναι, στην Αμερική, άραγε πώς να νιώθουν οι ξενιτεμένοι πατριώτες μας που προσκαλούν στην Αμερική τον Αριστόπουλο για έναν γνήσιο Ελληνικό γάμο; «Θα πας, Κώστα;». Αν θα πάει, λέει! Πάνω απ´ όλα η μουσική είναι καθήκον του, η μουσική είναι το ψωμί των παιδιών του. Τα υπόλοιπα τα βλέπουμε εμείς. Αυτός ίσως και να τα αγνοεί. Δεν αισθάνεται καν «φίρμα». Σημειώνει σχεδόν ψιθυριστά όμως για την βιομηχανία που παράγει φίρμες. «Κοίτα την Έφη Θώδη», λέει. «Μα είναι ρεζίλι αυτό!».
Να δεις δε που η παρέα θα τιμηθεί και με την έλευση του Χρήστου Παντούλα. Τι τύχη απόψε εδώ! Τον καλούν οι φίλοι να τραγουδήσει. Αυτός λέει «όχι» και το λέει με τρόπο για ν´ ακούσουν όλοι διδακτικά και να καταλάβουν ότι, αυτός, ως καλλιτέχνης, υποκλίνεται στους Αριστοπουλαίους. Είναι τιμή του να τους ακούει. Είναι τιμή μας να τους ακούμε και να τους έχουμε στο τραπέζι μας. Άλλος λαϊκός άγιος αυτός και δεν θα πούμε εδώ το γιατί, φτάνει όμως που ζει σ´ αυτή την πόλη και είναι δώρο Θεού για τους Αγρινιώτες να τον ακούν. Θα υποκύψει όμως στα παρακάλια. Θα πει για τους φίλους «σε είδα να κλαδεύεις μια τριανταφυλλιά». Είναι ιδανικός για τα τραγούδια του Γούναρη. Δεν είναι κρίμα να μην έχουμε ένα «σταρ σύστεμ» σ´ αυτή την πόλη; Μήπως μωρέ θα είχε λόγο ύπαρξης ένα κοσμικό περιοδικό, να μαθαίνουμε τα όμορφα νέα; Ε;
Ο Χρήστος θα πει και το «σ´ αγαπώ γιατί ´σαι ωραία», πώς θα μπορούσε να μην το πει, από την ώρα που τον βάλαμε στο χορό;
Ναι, βέβαια, το γλέντι απόψε δεν είναι για τους καλλίφωνους. Είναι για όλους. Να τραγουδήσει και η Χαρά (όχι ότι η Χαρά δεν είναι καλλίφωνη), να τραγουδήσουν όλοι. Οι καλλίφωνοι με τους φάλτσους. Καθώς επιτάσσει το ξεχασμένο Δημοκρατικό μήνυμα: Ότι δηλαδή στο λαϊκό γλέντι ή στο γλέντι της παρέας συμμετέχουν όλοι. Οι άριστοι και οι άχρηστοι. Αυτό λέει ο Τσάμικος, αυτό λέει κι ο συρτός, τι άλλο είναι από τον χορό της αρχαίας τραγωδίας ο δημοτικός χορός; Αυτό έλεγε και το επιτραπέζιο τραγούδι με το στόμα. «Σε τούτ´ την τάβλα πού ´μαστε». Πάνε αυτά τώρα. Όμως τα ίχνη τους θα τα δούμε απόψε εδώ στο καλύβι του Γρηγόρη και της Χαράς, στο Ομηρικό τραπέζι που έστρωσαν για τους φίλους. Περνάμε, λέει, πολιτική κρίση. Όχι ρε! Πολιτισμική κρίση περνάμε. Προτού χαθεί η Δημοκρατία από τα πολιτικά κόμματα, χάθηκε στους γάμους και τις γιορτές, χάθηκε στα πανηγύρια, χάθηκε στα γλέντια των φίλων. Χάθηκε, τότε που ντρέπονταν οι Έλληνες να χορέψουν τσάμικο, ναι, από αντίδραση το έκαμαν, γιατί το χόρεψε ο Παπαδόπουλος και το λέρωσε, όμως αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Κι ετούτη την ιστορία να την κλείσουμε λέγοντας ότι, όποιος ονειρεύεται και θέλει να ψηφίζει ένα δημοκρατικό κόμμα που να έχει αρχές και ν´ αφουγκράζεται το λαό, πρέπει να μάθει ν´ αφηγείται παλιά τραγούδια σαν τον Ηλία Αριστόπουλο, να σέβεται ως ιερέα τον Κώστα Αριστόπουλο, να κάνει παρέα τιμής στο Δημοτικό Σχολείο με τον Θύμιο Αριστόπουλο (που νύσταξε το καημένο) κι ύστερα ν´ αρχίσει να χορεύει τσάμικα και συρτούς, στο τέλος δε να ρίχνει και μια ζεμπεκιά για καπάκι.
Τέλος από την πλευρά μας να αναφέρουμε ότι ο Κώστας Αριστόπουλος είναι πολύ καλός φίλος με τον Θεόφιλο Μάκκα και την σύζυγό του Μαρία αλλά και τα άλλα παιδιά του μακαριστού Κλεομένη Μάκκα.

Παντελής Φλωρόπουλος