29/10/15

Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΤΑΤΟΧΤΥΠΗΜΕΝΟΥ Του Νάκου Μάκκα Μοτσεριώτη

Πριν μια επταετία μου βρήκαν καρκίνο στον προστάτη και τον έβγαλα. Στην καρέκλα του πόνου που περίμενα να συνέλθω, έγραψα αυτό το ποίημα.

Κατεβασμένο και θολό
και κόκκινο σαν αίμα
το βρήκα μα το πήδηξα
στεγνός κι αυτό το ρέμα

Μεγάλη πείρα έχω σ’ αυτά
τά ‘χω ξαναπεράσει
του χάρου τέτοια σχέδια
τά ‘ χω ξαναχαλάσει

                                   (παγκρεατικό καρκίνο δέκα χρόνια πριν)
Ο χάρος ήρθε σαν μποξέρ
μου πε θε να με πάρει
με μαύρο μάτι έφυγε

δεν του ‘κανα τη χάρη

Μου πε θα παίξουμε χαρτιά
μα εγώ δεν τα χω ζήλο
να όμως που ‘μουν τυχερός
και ήρθε καλό το φύλλο!!!

Στ’ αδέρφια μου, τους συγγενείς
στην οικογένεια μου
ένα συγνώμη τους ζητώ
γι’ αυτή την ατυχιά μου

Σαν την ελιά είμαι εγώ
πάντα κατέχει ο Νάκος
τη μια είμαι ωραίος και καλός
την άλλη πέφτει δάκος

Την γυναικούλα π’ αγαπώ
που τόσο την παιδεύω
εύχομαι πάντα ναν’ καλά
πέστε της την λατρεύω

Και οι λεβέντες μου οι γιοι
που θ’ αγαπώ αιώνια
μαζί με τ’ άλλα μου ‘δωσαν
λαχταριστά εγγόνια

Παππού, παππού η καθεμιά
Παππούουου λέει ο άλλος
και λιώνω εγώ σαν το κερί
σαν ζεσταμένος πάγος

Τους φίλους μου τους κυνηγούς
που τόσο αγαπάω
σαν πάλι θα τους ξαναδώ
μια χάρη τους ζητάω

Δεν θέλω κάτι σπέσιαλ
θέλω να ξέρουν ότι
μ’ αρέσει ναμαι στο χορό
κι ας είναι άλλοι πρώτοι
Κάποτε ήμουνα κι εγώ
πρώτος και προκομμένος
μα τώρα είμαι γέροντας
προστατοχτυπημένος

Μεγάλους έσυρα χορούς
με κυνηγούν ασκέρια
στην ξενιτιά εκεί που ζω
στα μακρινά λημέρια

Κυνήγια βάρεσα πολλά
μεγάλα και ωραία
Μα πάνω απ’ όλα φίλοι μου
αξίζει η παρέα
Στις ράχες θέλω ν’ ανεβώ
και στα παλιά λημέρια
και να με δουν μα καρτερώ
στα γουρουνοκαρτέρια

Στην Αγιατριάδα μια φωτιά
να ρίξω στα πουρνάρια
για ν’ αγναντεύω πια ζεστός
ραχούλες και λαγκάδια

Και που θα πάει κάποια φορά
θα πέσουνε και φάσες
και βάρα Νάκο όσο μπορείς
προτού πολύ γεράσεις

Πολλά τα λέμε ρε παιδιά
και όχι ένα και δύο.
Ας πούμε κανά χορατό,
ας πούμε κι ένα αστείο.

Και λέω σ’ αυτούς που μέσα τους ρωτούν
άραγες πως τα πάει,
αν τάχα πέφτει ο κόκορας
κι αν το καψούλι σκάει

Τους λέω, τη ρέμιγτον την χάλασα
τώρα φωτιά δεν πιάνει
γιατ’ έχασα το κλήστρο μου
και μου ‘μεινε η κάνη

Την καραμπίνα είχα παλιά
και τα ‘ριχνα πεντάρια
το καριοφίλι μου ‘μεινε
και έμεινα από σκάγια

Οι φίλοι τώρα με ρωτούν
στον πόλεμο αν πάω
εγώ τους λέω Ναι και πως,
μα όπλο δεν κρατάω

Η θέληση μου είναι εκεί
και η ψυχή μου όλη,
μα δεν μπορούν τρις άχρηστοι
να πάρουνε την Πόλη

Προσπάθησα με φάρμακα
για να τους ντοπαρίσω
Μα ενώ αρχίζουν γρήγορα
σε λίγο μένουν πίσω

Σαν το Βαγγέλη προσπαθώ
λαγό για να σηκώσω
όμως μου φαίνεται ξανά
πρέπει να το ματώσω

Ο Κούρος λέει πάρ’ το μωρέ
μα εκείνο δεν ακούει
κι εμένα το λαγωνικό
έβγανε τέτοιο χούι

Λαγούς δεν κυνηγάει πια
ζαρκάδια δεν ντοριάζει
καμιά αλεπού, καμιά φορά
κι αυτή με ζόρι βγάζει

Πάρ’ το μωρέ του λέω κι εγώ
πάρ’ το ξανά και πάλι
μα κάθεται σαν ντροπαλό
και σκύβει το κεφάλι

Ξεχάστε το πλευρείτωσε
είναι να μην σου τύχει
παλιά έτρεχε μερόνυχτα
μα τώρα ξεροβήχει

Εμένα ο νους μου τριγυρνά
η σκέψη μου οργιάζει
μ’ αυτό δεν νοιάζεται ποτέ
κι ολημερίς πλαγιάζει
Το θέμα πια εκρίθηκε
όλα έχουν θητεία
αυτά που λέω είναι σοβαρά
κι ας τα ‘παμε γι’ αστεία

Γλεντάτε φίλοι, συγγενείς
προτού η ζωή περάσει,
δεν βλέπω γλέντια και χορούς

πίσω απ’ του Αη Θανάση.