27/4/15

Ο ΜΕΝΙΟΣ - Γράφει ο Νάκος Μοτσεριώτης ΜΕΡΟΣ Α΄

Γιος του Παναϊτούλα και της Αλεξάνδρας, ο μικρότερος από τα τέσσερα αδέλφια. Οι δύο αδελφοί του σκοτώθηκαν στην μικρά Ασία, έμειναν δύο ο Γιώργος και ο Μένιος, ο Γιώργος ανέλαβε τα γιδοπρόβατα και ο Μένιος όλα τα χωράφια. Όταν παντρευτήκανε χώρισαν και πήραν ο κάθε ένας το δρόμο του.
Οικογενειάρχης ο Μένιος, πολύ δουλευταράς αν και από μικρός είχε σκολίωση και είχε κάποια καμπούρα στην πλάτη. Νέος ήταν αρκετά ψηλός αλλά η σκολίωση του έκοψε κάμποσους πόντους, ήταν όμως και πολυμήχανο μυαλό. Αν είχε σπουδάσει θα ήταν πολύ μεγάλος μηχανικός. Το μυαλό του δούλευε σαν ρολόι.  Έλεγε πάντα, (Να είσαι άντρας με θηλυκό μυαλό), δηλ. να γεννάει το μυαλό σου.
Η αντοχή του ήταν απερίγραπτη. Δεν μπορούσε να τρέξει αλλά μπορούσε να περπατάει για μέρες χωρίς σταμάτημα. Όταν πήγε να παρουσιαστεί  φαντάρος στην Καρδίτσα δεν τον κράτησαν λόγο σκολίωσης. Έφυγε στις πέντε από την Καρδίτσα και έφτασε στην Κρέντη την άλλη μέρα το πρωί με τα πόδια, περνώντας πάνω από τα βουνά, διασχίζοντας νύχτα τον πιο πολύ δρόμο. Τώρα με αυτοκίνητο η διαδρομή αυτή είναι τρεις ώρες. Πήγαινε συχνά στο μοναστήρι της παναγίας της Σπηλιάς με τα πόδια 15 με 17 ώρες.
Το 1962 ήταν 53 χρονών και εγώ 22. πήγαμε μακριά για κυνήγι. Περπατήσαμε από τις 2 το απόγευμα πήγαμε Κρέντη και αφού μαζευτήκαμε με την παρέα ( έχουν φύγει όλοι τώρα εκτός από μένα) περπατήσαμε όλη νύχτα για να πάμε στα Ρεύστα. (απαγορευμένη περιοχή) όπου θα πηγαίναμε για ζαρκάδια. Κυνηγήσαμε όλη μέρα. Έκανε πολύ κρύο, Γενάρης μήνας ήταν με χιόνια. Πριν νυχτώσει πήραμε το δρόμο να γυρίσουμε, ξανά όλη νύχτα, το χιόνι στην κορυφή πάνω από τα Γάβρενα ήταν 2 πιθαμές. Άρχισε να βρέχει όπως κατεβαίναμε στα Γράβενα. Ένα από τα σκυλιά σταμάτησε δεν μπορούσε να περπατήσει άλλο. Τα δικά μου πόδια άρχισαν να τρέμουν και ας ήμουν 22 και μόλις απολυμένος από τον φαντάρος. Έδεσα την στρατιωτική φόρμα κόμπο μπροστά και έβαλα το σκύλο μισό μέσα και μισό έξω (ζαγάρι ήταν όχι πολύ μεγάλο) και για να δείξω ότι είμαι γερός στους μεγαλύτερους έκανα πως μπορώ ενώ μέσα μου είχα εξαντληθεί. Φτάσαμε στη Χρύσω.
Από ένας - ένας οι φίλοι χαρίζανε για τα σπίτια τους χαιρετώντας και υποσχόμενοι να μην βγάλουμε ανάσα για το κυνήγι. Ήταν σε απαγορευμένη είπαμε περιοχή, χωρίς άδειες οι πιο πολλοί και αν σκότωνες ζαρκάδι είχε πέντε χρόνια φυλακή.
Εμείς, μπήκαμε στο σπίτι του μετέπειτα κουνιάδου μου του Γιάννη Θάλλα να στεγνώσουμε και όπως ήμουν δίπλα στο τζάκι έμεινα ξερός. Κάποια στιγμή με σκουντάει ο πατέρας (Μένιος) και λέει σήκω να φύγουμε. Του είπα αν έχει κουράγιο ας φύγει, εγώ δεν το κουνάω γιατί δεν νιώθω τα πόδια μου να με κρατάνε. Έφυγε πήγε στην Κρέντη και δεν πήγε για ύπνο ( δύο μέρες και δύο νύχτες άυπνος) πήγε κάτω στα χωράφια μια ώρα μακριά μα δει τα σιτάρια. Τέτοια αντοχή είχε ο Μένιος. Δούλευε σκληρά για να μην πεινάσουν τα 10 εν ζωή παιδιά του,  καθότι άλλα 8 τα έχασε από διάφορες αρρώστιες.
Ήταν περήφανος έξυπνος και πολύ δίκαιος. Στα εξήντα (60) του η Νομαρχία του έδινε έργα, (δρόμους, υδραγωγεία) σαν εμπειρογνώμονα – εμπειροτέχνη και τα έβγαζε όλα πέρα αν και ήταν της τρίτης δημοτικού. Όταν τελείωνε το έργο αν έμεναν λεφτά δεν τα δικαιολογούσε να τα καταχραστεί όπως άλλοι.
Πήγαινε και τα δούλευε με εργάτες για να φέρουν το περιβάλλον όπως ήταν πριν αρχίσει το κάθε έργο. Αυτό δεν το έκαναν οι μεγάλοι εργολάβοι ούτε πενήντα χρόνια μετά. Το 1952 που το χωριό είχε πολύ κόσμο και χρειαζόταν να ποτίσουν τα χωράφια, υποσχέθηκε στους χωριανούς, να ξανακατασκευάσουν το παλιό αυλάκι από το ποτάμι, για Ρογκάρι και Κρυονέρι. Σημαντικό αλλά και δύσκολο έργο ταυτόχρονα, καθότι ο πατέρας μου δεν είχε μηχανήματα και ότι άλλο χρειάζονταν για να τρέχει στο αυλάκι το νερό με φυσική ροή. Έχοντας μόνο ένα αλφάδι και μια μεγάλη σανίδα, με το μάτι σαν σκοπευτής έδωσε την κατάλληλη κλήση στο αυλάκι, παρά το γεγονός πως για το έργο αυτό πολλοί είχαν αμφιβολίες. Όταν όμως μετά από λίγο καιρό το αυλάκι έγινε και το νερό έφτασε στα χωράφια, έψησαν αρνιά για να χαρούν το γεγονός αυτό που τους έδινε την δυνατότητα να καλλιεργήσουν τα χωράφια τους και έτσι να ζήσουν τις φαμελιές τους.

Όλοι τον θαύμαζαν, όμως υπήρχαν και κάποιοι που τον φθονούσαν, ίσως από ζήλια. Όταν έβλεπε κάποιος ένα ωραίο τοίχο στο χωριό ή σε κάποιο χωράφι η κάποια ωραία φράχτη, έλεγε, «Αυτό το έφτιαξε ο Μένιος».