11/2/15

Το χωριό μου - Του Νάκου Μάκκα – Μοτσεριώτη

Με ξεχωριστή χαρά και συγκίνηση δημοσιεύουμε σήμερα στην σελίδα μας, ένα συγκλονιστικό κείμενο του Νάκου Μάκκα, που αφορά την πατρώα γη, το πανέμορφο χωριό μας την Κρέντη. Ο Νάκος, για μια ακόμη φορά, μέσα από ένα εξαίσιο λογοτέχνημα, καταγράφει με κάθε λεπτομέρεια κορυφαίες προσωπικές στιγμές της ζωής του στο χωριό που τόσο αγάπησε και συνεχίζει να αγαπά. Τον ευχαριστούμε από καρδιάς και του ευχόμαστε ο Πανάγαθος Θεός να είναι πάντα δίπλα του και να χαρίζει τόσο σε αυτόν όσο και στην οικογένειά του υγεία και κάθε καλό. 

ΤΟ ΩΡΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΝΑΚΟΥ
Με λαχτάρα ερχόμουν να το ξαναδώ, το 1950 αφού έλειπα 3 χρόνια ως ανταρτόπληκτος και το λαχταρούσα. Ήμουν εξίμισι χρονών όταν μας στείλανε για σφάξιμο και τους φύγαμε. (Μια άλλη ιστορία)
Μας πήρε τριάμισι χρόνια να μπορέσουμε να ξαναέρθουμε. Όπως όλοι ή μάλλον οι περισσότεροι πονούν για τον τόπο τους, έτσι κι εγώ το πονούσα και το πονάω το χωριό μου. Οι πρώτες εικόνες στα μάτια μου ήταν οι ραχούλες, τα λαγκάδια, τα βουνά, τα δένδρα. Ένα πανέμορφο χωριό, σε ένα μοναδικό τοπίο. Έτσι μου φαίνονταν εμένα αλλά και έτσι είναι.
Έζησα πολλές όμορφες στιγμές στο χωριό μου, ένα χωριό που άλλαζε συνεχώς, όπως περνούσαν τα χρόνια. Ο κόσμος έφευγε, ξαναερχόταν. Άλλοι γεννιόντουσαν κι άλλοι πέθαιναν.
Ο τόπος κάποτε ήταν παντού καλλιεργημένος. Μετά το σεισμό οι πιο πολλοί έφυγαν, ο τόπος άρχισε να ερημώνει. Για μένα, όμως, πάντα το χωριό ήταν ο αγαπημένος μου τόπος. Οι γιορτές τα πανηγύρια, τα γλέντια, οι γάμοι, όλα συνεχίζονταν ανεξαρτήτως πόσοι είχαν μείνει στο χωριό. Αυτοί που δεν έφυγαν δεν τους λείπει, το έχουν εκεί και ίσως δεν θα τους λείψει ποτέ, εμένα όμως…
Εγώ δυστυχώς το πονάω περισσότερο γιατί μου λείπει. Έφυγα βλέπεις από μικρός, από 15 χρονών. Τα πρώτα έντεκα το έβλεπα μια φορά το χρόνο, αν κατάφερνα να έρθω από Αθήνα. Τότε το ταξίδι ήταν δώδεκα ώρες. Και πριν πάω Αθήνα που πήγαινα Γυμνάσιο στο Καρπενήσι, ήμουν στο χωριό Χριστούγεννα – Πάσχα και το καλοκαίρι. Όταν χτυπούσε το ξυπνητήρι για να φύγω ήταν σαν να μου έσφαζες την καρδιά. Δεν ήθελα να φύγω. Έφυγα όμως για ποιο μακριά και από την Αθήνα για καλύτερη τύχη και μου πήρε χρόνια να το ξαναδώ.

Άλλαζε και αλλάζει συχνά, αλλά τα βουνά και η φύση μένει πάντα ίδια. Ίσως πιο δασωμένη η περιοχή τώρα λόγω της Λίμνης.  Ανέβηκε η θερμοκρασία και η υγρασία του τόπου. Μου λείπουν όμως πολλά σημαδιακά δέντρα που πολλοί τα έκοψαν για ξύλα, επειδή ήταν στο κοντά στο δρόμο και εύκολο να τα φορτώσουν.
Μου λείπουν οι χοροί, τα γλέντια, οι οργανοπαίχτες που ήξεραν τα τραγούδια που μου αρέσουν, μου λείπουν τα νιάτα που έφυγαν κι αυτά. Κάθε χρόνο όμως, τώρα που κατάφερα να το βλέπω δυο φορές, μου λείπουν άνθρωποι που φεύγουν και τώρα.
Είμαι όμως χαρούμενος που οι πιο πολλοί από αυτούς που έμειναν στο χωριό δημιούργησαν καλές οικογένειες, καλά παιδιά, λεβέντες και ομορφοκόριτσα. Συνεχίζουν πολλές απ’ τις παλιές συνήθειες και τα έθιμα. Μου αρέσει που είναι πάντα μαζί στις χαρές, στις λύπες και σε ότι συμβεί στο χωριό. Μόνο οι πολιτικοί καταφέρνουν να τους χωρίσουν προσωρινά, αν και τελευταία νομίζω ότι αρχίζουν να αποτυχαίνουν στις προσπάθειές τους.
Τα τελευταία όμως δώδεκα χρόνια το ευχαριστιέμαι αρκετά το χωριό. Ο κόσμος νομίζω πως κατάλαβε ότι δεν άλλαξε τίποτα σε μένα. Είμαι αυτός που ήμουνα πριν φύγω ή πως δεν έφευγα ποτέ. Δεν νιώθω πως αλλάζει τίποτα, αν κατάφερες να κάνεις κάτι παραπάνω με τη σκληρή δουλειά σου. Άλλωστε κάθε φορά που ονειροπολούσα βρισκόμουν κάπου στα Κόνια ή στη Βελή ή στο Κλεφτολήμερο για φάσες με τον πατέρα  μου, ή στο ποτάμι με δίχτυ. Άλλες φορές σε κάποιο πανηγύρι και στο μυαλό μου να ακούω τον Πάνο Ρούμπο και τον Κώστα Κούρο να μου παίζουν την παλιά ΜΑΤΖΟΥΡΑΝΑ.
Τώρα πάντα με την δικαιολογία του κυνηγιού βλέπω τον τόπο, βλέπω τον κόσμο και νιώθω πως δεν έφυγα  ποτέ. Χαίρομαι που οι κυνηγοί αν και έχουν τα μισά μου ή και πιο λίγα χρόνια από μένα, δεν με βλέπουν σαν έναν ξοφλημένο γέρο. Έτσι κι αλλιώς δεν νιώθω γέρος. Τους αγαπώ όλους. Έχουν τις μικροδιαφορές τους αλλά αγαπούν και προσέχουν ο ένας τον άλλον. Είναι υπέροχο χωριό! Μπορεί μην έχει τα παλιά πέτρινα σπίτια ή τα μεγάλα πλατάνια στην πλατεία όπως άλλα χωριά, αλλά έχει ζωντάνια. Έχει νέους, παιδιά, σχολείο, πολύ οργανωμένο και δραστήριο παπά με κατηχητικό που δεν το βρίσκεις πουθενά γύρω, ίσως πρέπει να πας πολλά χρόνια πίσω για να θυμηθείς αυτά. Αν σταθείς κάπου κοντά σε μια ραχούλα τον χειμώνα  βλέπεις τα πιο πολλά τζάκια να καπνίζουν, βλέπεις ζωή. Αντιθέτως σε άλλα χωρία βλέπεις ερημιά. Η εκκλησία είναι σχεδόν γεμάτη ειδικά στις γιορτές. Κάθε βράδυ βλέπεις κόσμο στα φαγάδικα και στα καφενεία πιο πολλή από όλα τα χωριά γύρω. Όπου μπεις, όλοι σε υποδέχονται να σε κεράσουν, δεν γίνεται αυτό αλλού τώρα.
Παλιότερα οι περισσότεροι στο χωριό, ζούσαμε σκορπισμένοι κοντά στις στρούγκες και τα χωράφια μας. Ήμασταν  σκόρπιοι εδώ και εκεί στις πλαγιές όπου είχε λίγο , όμως ο σεισμός μας έφερε κοντά. Δημιουργήσαμε ένα καινούργιο χωριό, όμορφο, ζωντανό. Το θαυμάζουν όσοι περνούν από αυτό. Είναι μια όαση στην έρημο της περιοχής. Για μένα είναι παράδεισος. Το μόνο που έχει να κάνει κάποιος είναι είναι να ανέβει στο κομμένο αλώνι ή στην σουφλερή ή στις αίπες και να αγναντέψει τον τόπο. Αν σμίξεις και τις σκέψεις σου από όλες τις αναμνήσεις με το θέαμα τότε έχεις τον παράδεισο σου. Εγώ τουλάχιστον έτσι τον έχω. Αυτά είναι που με κάνουν να έρχομαι συχνά και ειδικά το φθινόπωρο
Είναι μέρες που περπατάω έξω απ΄ το χωριό και ας ξέρω πως δεν θα δω κυνήγι . Βλέπω όμως τον τόπο, βλέπω το χωριό μου και αυτό με γεμίζει, μου δίνει μεγάλη χαρά. Εύχομαι να το βλέπω για πολλά χρόνια ακόμη, αν και ο ήλιος της ζωής μου έχει φτάσει κοντά στην Καλάνα, πάει για βασίλεμα.
Εύχομαι οι χωριανοί να είναι καλά και να αγαπούν το χωριό. Είμαι σίγουρος ότι οι πιο πολλοί το αγαπούν.

Εμένα τώρα να με συγχωρείτε, φεύγω, έχω σοβαρή δουλειά, πάω να βγάλω ένα πουρναράγκαθο που έχω στην πατούσα μου από το 1952!!!