6/6/14

Ἀναζητώντας τέσσερις μεγάλες ἀξίες ζωῆς. - Ἀρχιεπίσκοπος Τιράνων καί πάσης Ἀλβανίας † Ἀναστάσιος

Οἱ λίγες σκέψεις πού θά θελα νά μοιρασθῶ μαζί σας ἔχουν ὡς ἀρχικό πλαίσιο ἕνα στίχο ἀπό τό ποίημα τοῦ Ἄγγλου Νομπελίστα ποιητή Τόμας Ἔλλιοτ, ἀπό τό Choruses from “The Rock’’ (Χορικά ἀπό τόν Βράχο): «Ποῦ εἶναι ἡ σοφία πού ἔχουμε χάσει μέσα στήν πληροφόρηση; Ἡ ἀδιάκοπη καθημερινή πληροφόρηση γιά ἕνα πλῆθος πραγμάτων, θεωριῶν, γεγονότων δημιουργεῖ τόν κίνδυνο νά γίνουμε τελικά ἕνα τεράστιο ἀρχεῖο ἀπό σημαντικά καί ἀσήμαντα πράγματα.

Ἡ ἔξοδος ἀπό αὐτή τήν παθητικότητα τῆς συσσωρευμένης πληροφορήσεως ἀπαιτεῖ συνεχῆ ἀξιολόγηση καί σύνθεση. Μέ παρόμοια ταχύτητα αὐξάνουν καί οἱ κάθε εἴδους ἐπιστημονικές γνώσεις, καθώς ζοῦμε σέ μία ἐποχή στήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος βυθίζεται σέ δύο ἄπειρα• στό ἀπείρως σμικρό τῆς ὕλης καί στό ἀπείρως μεγάλο τῶν ἄστρων. Ὁ κατακλυσμός αὐτός ἀπό νέες γνώσεις συχνά μᾶς ὁδηγεῖ σ’ ἕναν ἴλιγγο.
Ἡ ἀνθρωπότητα ξεκίνησε στόν προηγούμενο αἰῶνα μέ καύχηση γιά τά ἐπιτεύγματα τῆς ἐπιστήμης καί τῆς τεχνολογίας καί μέ πολλή ἐμπιστοσύνη στό μέλλον. Ἤδη ὅμως στήν ἀρχή τοῦ 21ου αἰῶνος πορευόμαστε μέσα σ’ ἕνα σύννεφο ἀβεβαιότητος καί ἀνησυχίας. Ἡ συσσώρευση πληροφοριῶν καί ὁ ὄγκος τῆς γνώσεως δέν φθάνουν. Ἐξακολουθοῦμε νά ἀναζητοῦμε μέσα σέ ὅλα αὐτά ἕνα νόημα ζωῆς, τήν βαθύτερη ἐνότητα πού συνδέει τήν ἀνθρωπότητα, τό σύμπαν. Χρειάζεται μιά ἀνάβαση ἀπό τήν ἁπλή πληροφόρηση καί τή γνώση στή σοφία, πού δίνει στήν κρίση μας διορατικότητα, θέα στό ὅλον, καί στήν ἀνθρώπινη συμπεριφορά δημιουργικότητα καί ἐπιείκεια. Ἡ σοφία δέν ταυτίζεται μέ τήν ἐξυπνάδα ἤ τήν πολυμάθεια. Εἶναι προϊόν μιάς γενικότερης ἐσωτερικῆς πνευματικῆς ὡριμότητος, μιάς εὐρύτερης συνθέσεως εὐφυΐας, ἐμπειρίας καί γνώσεως, διαύγειας πνευματικῆς καί καλωσύνης.
Ἡ σοφία πού ἔχει συσσωρευθεῖ στούς πολιτισμοιύς διαφόρων λαῶν παραμένει πολύτιμη κληρονομιά γία τήν ἀνθρωπότητα. Ἀλλά ὑπάρχουν διάδφορα ἐπίπεδα σοφίας. Στήν Ἁγία Γραφή τονίζεται ἡ πρωταρχική ἀξία της. «Μακάριος ἄνθρωπος ὅς εὗρε σοφίαν … πᾶν δέ τίμιον οὐκ ἄξιον αὐτῆς ἐστίν». (Παρ. 3:13, 15 πρβλ. 8:11 κ. ἀ.). Παράλληλα κινεῖται ἡ πίστη ὅτι πηγή τῆς σοφίας εἶναι ὁ Θεός. «Ἀρχή σοφίας φόβος Κυρίου, σύνεσης δέ ἀγαθή τοῖς ποιοὺσιν αὐτήν». (Ψαλμ. 110:10 πρβλ. παρ. 9:10). Ἔτσι στό πρῶτο ἐρώτημα ταιριάζει ἕνα ἄλλο συγγενές, πού θέτει ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος: «Τίς σοφός καί ἐπιστήμων ἐν ὑμῖν; Δείξατα ἐκ τῆς καλῆς ἀναστροφῆς τά ἔργα αὐτοῦ ἐν πραότητι σοφίας» (Ἰάκ. 3:13).
Ἐπισημαίνει τήν ἀνάγκη διακρίσεως ἀνάμεσα σέ μιά σοφία «ἐπίγεια, ψυχική, δαιμονιώδη», καί σέ μιά ἄνωθεν κατεςρόμενη σοφία, πού ἔχει εἰδικά χαρακτηριστικά: «Ἡ δέ ἄνωθεν σοφία πρῶτον μέν ἁγνή ἐστίν, ἔπειτα εἰρηνική, ἐπιεικής, εὐπειθής μεστή ἐλέους καί καρπῶν ἀγαθῶν, ἀδιάκριτος καί ἀνυπόκριτος» (3:17). Ἡ σοφία πού ἔχει πηγή της τόν Θεό ἐπιμένει καί ἐργάζεται γιά τή δικαιοσύνη. Μέ τελικό ἀποτέλεσμα αὐτοῦ τοῦ κόπου τήν εἰρήνη. Εἰρήνη μέ τόν ἑαυτό μας, μέ τούς γύρω μας, μέ τήν κτίση ἀνθρωπότητα γενικά, μέ τήν κτίση ὁλόκληρη. «Καρπός δέ τῆς δικαιοσύνης ἐν εἰρήνῃ σπείρεται τοῖς ποιοῦσιν εἰρήνην» (3:18).
Στά παραπάνω ἐρωτήματαπού ἔθεσε ὁ Ἔλλιοτ στά Χορικά ἀπό τόν Βράχο (1934), ἔδωσε ὁ ἴδιος μιά ἀποκαλυπτική ἀπάντηση ὕστερα ἀπό 8 χρόνια ἐντόνων ἐμπειριῶν, μέ ἕνα του στίχο στά Τέσσερα Κουαρτέτα πού δημοσιεύθηκαν τό 1942: «Ἡ μόνη σοφία πού μποροῦμε να ἐλπίζουμε πώς θά ἀποκτήσουμε εἶναι ἠ σοφία τῆς ταπείνωσης. Ἡ ταπείνωση δέν ἔχει τέλος».
Ὑπέροχη διατύπωση μιᾶς ἀλήθειας πού διαποτίζει τή βιβλική σκέψη καί τήν ὀρθόδοξη πνευματικότητα καί πού συνοψίζεται στήν προτροπήτῆς Ἁγίας Γραφῆς: «Ὅσῳ μέγας εἶ, τοσούτῳ ταπείνου σεαυτόν, καί ἔναντι Κυρίου εὑρήσεις χάριν• ὅτι μεγάλη ἡ δυναστεία τοῦ Κυρίου καί ὑπό τῶν ταπεινῶν δοξάζεται». (Σοφία Σειράχ 3:18, 20)
Συνεχίζοντας στόν ρυθμό τῆς πρώτης δέσμης ἐρωτημάτων, θά προχωροῦσα σ’ ἕνα ἄλλο κρίσιμο θέμα πού ἀπασχολεῖ κάθε σκεπτόμενο ἄνθρωπο: Ποῦ εἶναι ἡ ἐλευθερία πού ἔχουμε χάσει στόν φιλελευθερισμό; Ποῦ εἶναι ὁ φιλελευθερισμός πού ἔχουμε χάσει στήν ἰδιοτέλεια; Ἡ ἐλευθερία εἶναι βαθύς πόθος τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Χωρίς αὐτή, ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη χάνει τήν ἀξία καί τή δυναμική της. Δέν εἶναι ὅμως λίγες οἱ περιπτώσεις ὅπου διεκδικοῦμε μέ πάθος τήν ἐλευθερία, ὅταν πρόκειαι γιά τόν ἑαυτό μας, καί ἀντιστεκόμαστε ἤ ἀδιαφοροῦμε γιά τήν ἀντίστοιχη ἐλευθερία, πού εἶναι δικαίωμα καί ἀναζήτηση ἄλλων ἀνθρώπων ἤ ἄλλων λαῶν. Ἡ ἐλευθερία δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τήν καταγωγή, τή μόρφωση, τό χρῶμα, τίς θρησκευτικές πεποιθήσεις, τήν πολιτιστική ἰδιομορφία.
Συχνά ἡ ἐλευθερία χάνεται μέσα σέ διάφορα ὁλοκληρωτικά συστήματα. Ἀλλά καί ὁ φιλελευθερισμός δέν εἶναι σπάνιο νά καταστεῖ μέσον διεκδικήσεων ἀπό ὁρισμένες κατηγορίες ἀνθρώπων εἰς βάρος ἄλλων, κάποτε καί στήριγμα γιά καταπίεση καί παραγκωνισμό σημαντικῶν ἀναγκῶν μεγάλων κοινωνικῶν στρωμάτων, ἐνῶ δέν εἶναι λίγες οἱ περιπτώσεις ὅπου χρησιμοποιεῖται ὡς ἐφαλτήριο γιά τήν ὑπεράσπιση τῆς ἀδικίας. Ἐλευθερία ἀσφαλῶς δέν σημαίνει ἀσυδοσία, παράβαση τῶν ἠθικῶν κανόνων μέ πρόσχημα τό δικαίωμα τοῦ αὐτοπροσδιορισμοῦ. Δέν σημαίνει ἀδιαφορία γιά τά δικαιώματα τῶν ἄλλων. Ἡ ἐλευθερία γιά νά ἐπιβιώσει, χρειάζεται ἀπαραιτήτως τήν ὑπευθυνότητα. Σέ ὅλα τά ἐπίπεδα, τό προσωπικό, τό οἰκογενειακό, τό τοπικό, τό παγκόσμιο, ἐλευθερία χωρίς ὑπευθυνότητα εἶναι κατ’ ἐξοχήν ἐπικίνδυνη. Ἀλίμονο στό αὐτοκίνητο πού δέν ἔχει σωστό τιμόνι καί καλά φρένα. Ἀλίμονο στήν ἐλευθερία πού δέν ἔχει ὑπευθυνότητα καί αὐτοσυγκράτηση.
Περισσότερο ὅμως ἀπό ὅ,τιδήποτε ἄλλο, ὐπονομεύει τήν ὑπευθυνότητα καί ἀλλοιώνει τόν χαρακτήρα τῆς ἐλευθερίας ἡ ἰδιοτέλεια. Ἡ περιστροφή γύρω ἀπό τό εἴδωλο τοῦ ἑαυτοῦ μας μέ τίς ποικίλες μορφές καί τά χρώματα πού παίρνει, μέ συνεχῆ ἀναζήτηση τοῦ ἀτομικοῦ συμφέροντος, τήν ἀτομική ἱκανοποίηση, τήν ἀλαζονεία. Ὁ πιό ἀδίστακτος ἐχθρός τῆς ἐλευθερίας, ὁ ἐγωκεντρισμός, γίνεται πιό ὕπουλος ὅταν κρύβεται στό συλλογικό ἐγώ ὁμάδων ἤ λαῶν. Αὐτό τόν πειρασμό καί αὐτή τήν ὀλίσθηση πρέπει ἰδιαίτερα νά ἀποφεύγουν ταλαντοῦχοι ἄνθρωποι. Τό νά ἔχει κανείς ἱκανότητες, μόρφωση, εὐκαιρίες πλουσιοπάροχα ἀπό τόν Θεό συνήθως σημαίνει εὐθύνη.
Ἡ ἑπόμενη παραλλαγή ἐρωτημάτων: Ποῦ εἶναι ἡ ἀγάπη, πού τήν ἔχουμε χάσει στόν ἐρωτισμό; Ποῦ εἶναι ὁ ἔρωτας, πού τόν ἔχουμε χάσει στό σέξ;Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, σ’ ὅλες τίς φάσεις τοῦ βίου τους, ἰδιαίτερα ὅμως ὅσοι διατρέχουν τήν ἄνοιξη τῆς ζωῆς τους, εἶναι εὐαίσθητοι στή δέσμη τῶν αἰσθημάτων καί τῶν προβλημάτων πού συνδέονται μέ τήν ἀγάπη. Σέ συντριπτικό ποσοστό οἱ σύγχρονες τέχνες καί τά μέσα ἐνημερώσεως ἐμπλέκουν ἀγάπη, ἔρωτα, ἀλλά ἀκόμα καί διαστροφές μαζί τους. Ὅ, τι σχετίζεται μέ τή διαιώνιση τῆς ζωῆς εἶναι ἰδιαίτερα εὐαίσθητο ἀλλά καί σύνθετο.
Τό ξεκίνημα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς συνδέεται μέ μία μορφή ἀγάπης. Ἡ ἀνάπτυξη τῆς ζωῆς ἀπαιτεῖ ἕνα κλίμα ἀγάπης καί εἶναι γιά τό βρέφος πιό πολύτιμο καί ἀπό τό γάλα. Προτοῦ κάνουμε τά πρῶτα βήματα στόν κόσμο, θέλουμε νά θηλάσουμε γάλα καί ἀγάπη. Στά νεανικά χρόνια, νέες δυνάμεις ἕλξεως καί ἀγάπης, μέ πρωτόγνωρη δύναμη δονοῦν τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη.
Δυστυχῶς ὅμως πολλά ἱερά πράγματα ἀπειλοῦνται ἀπό διάφορα συνθήματα καί ἰδέες πού ρυπαίνουν τήν ἐποχή μας. Περισσότερο ἀπό τή ρύπανση τῆς ἀτμόσφαιρας, οἱ σύγχρονες πόλεις μας ταλαιπωροῦνται ἀπό μιά ρύπανση τῆς φαντασίας, πού μολύνει τή σκέψη, τά συναισθήματα, τίς ροπές, τίς πράξεις τῶν πολλῶν ἀλλοιώνοντας, κάποτε καί διαστρέφοντας τίς πιό ἁνές, τίς πιό δυνατές καί ὄμορφες σχέσεις. Ὁ κυνισμός δηλητηριάζει τόν ἔρωτα, ὁ ἐγωκεντρισμός συντρίβει τήν ἀγάπη.
Χρειάζεται ἀντίσταση, ἀντίσταση ποιότητος. Ἀλλ’ ἐπί πλέον, ἔμπνευση γιά τήν ὑπέρβαση τοῦ τυφλοῦ πάθους, γιά τήν καλλιέργεια τῆς ἀγάπης σέ κάθε μορφή τῶν σχέσεων μας. Ἔμπνευση ἀπό πρόσωπα πού βιώσαν εὐρύτερα τήν ἀγάπη, μέ συνέπεια, μέ πρωτοτυπία καί γενναιότητα. Ἄσκηση στήν καθημερινή πραγματικότητα, γιά νά ζοῦμε πιό συγκεκριμένα, πιό οὐσιαστικά, μέ μεγαλύτερη ἐμβέλεια τήν ἀγάπη: Μία ἀγάπη πού δέν γνωρίζει σύνορα, πού ὑπερβαίνει ὁποιεσδήποτε διακρίσεις ἔθνους, φυλῆς, χρώματος, μορφώσεως, γνώσεων.
Ὑπέροχα κείμενα τῆς παγκόσμιας φιλολογίας εἶναι ἀφιερωμένα στήν ἀποκάλυψη τοῦ κάλλους, τῆς δυνάμεως καί τῆς ὑπερχῆς τῆς ἀγάπης. Ἀλλά χωρίς ἀμφιβολία, τά πλουσιότερα κοιτάσματα ἰδεῶν, μορφῶν, κινήτρων, ἀληθειῶν, βρίσκονται στήν Ἁγία Γραφή, ἀρχίζοντας ἀπό ὑπέροχους στίχους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί φθάνοντας στό ἀπροσμέτρητο βάθος καί ὕψος καί μῆκος καί πλάτος τῆς ἀγάπης, ὅπως τήν κήρυξε καί τήν ἔζησε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. «Μείνατε ἐν τῇ ἀγάπῃ τῇ ἐμῇ» (Ἰω. 15:9). «Αὕτη ἐστίν ἡ ἐντολή ἡ ἐμή, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους καθώς ἠγάπησα ὑμᾶς». Ἐπάνω σ’ αυτό τό θεμέλιο οἰκοδομήθηκαν ἀργότερα τά πολλά ὑπέροχα κείμενα τοῦ ἀποστόλου Παύλου γιά τήν ἀγάπη, ὅπως ὁ ὕμνος τῆς ἀγάπης πού ἔχουμε στήν Α’ Πρός Κορινθίους ἐπιστολή. Καί ὁ εὐαγγελιστής καί ἀπόστολος Ἰωάννης, μέ τόν πιό συνταρακτικό τρόπο, θά δηλώσει: «Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί, καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ» (Α’ Ἰω. 4:16).
Ἀνεξάρτητα ἀπό τόν βαθμό πίστεως καί σχέσεως πού ἔχει κανείς μέ τόν Ἰησοῦ, δέν μπορεῖ νά ἀμφισβητηθεῖ ὅτι Αὐτός παραμένει ἡ ὁλοφώτεινη ἀποκάλυψη τῆς ἀγάπης. Καί ὅσο κανείς τόν πλησιάζει μέ τό στοχασμό καί τή ζωή του, νιώθει τήν ἀκτινοβολία τῆς ἀγάπης Του νά ἐπηρεάζει ὁλόκληρη τήν ὕπαρξή του. Ἡ ἀναζήτηση τῆς σοφίας, τῆς ἐλυθερίας καί τῆς ἀγάπης παίρνει τήν ὀρθή κατεύθυνσή της μέ τή ζωντανή πίστη στόν Θεό, ὁ ὁποῖος παραμένει ἡ ἀρχική καί αἰώνια πηγή τους.  Ἀκολουθώντας τόν ρυθμό τοῦ πρώτου στίχου τολμῶ νά πᾶ στόν τέταρτο καί τελευταῖο: «Ποῦ εἶναι ἡ πίστη πού ἔχουμε χάσει στήν ἀφηρημένη θρησκευτικότητα; Ποῦ εἶναι ἡ γνήσια θρησκευτικότητα πού ἔχουμε χάσει στήν τυπολατρία;»
Στούς προηγούμενους αἰῶνες, συχνά >ἡ πίστη στόν Θεό ἀπωθήθηκε στό περιθώριο ἀπό τον Δυτικό καί τόν Ἀνατολικό Κόσμο. Στίς ἀρχές μάλιστα τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος, ἀπό χείλη καί γραφίδες διανοουμένων διακηρύχθηκε ὅτι «ὁ Θεός πέθανε καί τόν σκοτώσαμε ἐμεῖς». Στίς ἀρχές τοῦ 21ου αἰῶνος παρατηροῦμε σέ πολλά μέρη ἐπιστροφή τῆς πίστεως. Σ’ αὐτή ὅμως τή νέα ἄνθηση τοῦ ἐνδιαφέροντος γιά τό Ὑπερβατικό, γιά τό Ἅγιο, γιά τόν Θεό, διαφαίνονται δύο κίνδυνοι:
Πρῶτο, ἡ ἀλλοίωση τῆς θρησκευτικῆς ἐμπειρίας μέ μεταλλαγμένα προϊόντα διαφόρων θρησκευτικῶν θεωριῶν ποικίλης προελεύσεως, πού προτείνουν μιά ἀόριστη πνευματικότητα. Ἡ θρησκευτική ἐμπειρία ἀνοίγει τόν ὁρίζοντά μας στό ἄπειρο. Ὄχι ὅμως γιά νά ἀφεθοῦμε σέ ἕνα παθητικό, ἀπροσδιόριστο «κενό» καί σέ ἕνα χαῶδες διάστημα, στή μοναξιά. Ὁ δεύτερος κίνδυνος εἶναι ἡ διαστροφή τοῦ θρησκευτικοῦ συναισθήματος καί αὐτῆς τῆς πίστεως, μέ προσανατολισμό τήν περιφρόνυση τῶν ἀντιφρονούντων, τή βία καί τό μίσος.Τά τελευταία χρόνια ἐπιτείνεται ἕνα φοβερό κράμα βίας καί θρησκευτικῶν συνθημάτων πού ἐνισχύουν σειρά ἀπό τρομοκρατικές ἐνέργειες. Ὅσα συντελοῦνται, κυρίως μετά τήν 11η Σεπτεμβρίου τοῦ 2001, εἶναι ἀρκετά γνωστά. Τό φαινόμενο εἶναι πολύ πιό σύνθετο ἀπό ὅ, τι ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται, καί ἀπαιτεῖται βαθύτερη ἀνάλυση καί σοφή κατανόηση. Παλαιότερα, ἑκατομμύρια ταλαιπωρημένων καί στερημένων ἀνθρώπων συσπειρώθηκαν στό παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα πού μεσουράνησε στόν εἰκοστό αἰῶνα. Τό σύστημα αὐτό στηρίχθηκε στά φιλοσοφικά θεμέλια τοῦ διαλεκτικοῦ ὑλισμοῦ καί ἀθεϊσμοῦ, καί γνωρίζουμε πῶς κατέρρευσε. Στόν 21ο αἰῶνα , ἡ ἀπογοήτευση λόγω φτώχειας, ἡ ὀργή γιά τήν ἀδικία, ἡ ἀπόγνωση θά μποροῦσαν νά ὁδηγήσουν λαούς καί εὐρύτατα λαϊκά στρώματα σέ νέες συσπειρώσεις.
Ὄχι πλέον μέ ἀθεϊστικά συνθήματα, ἀλλά μέ ἐκμετάλλευση τοῦ θρησκευτικοῦ συναισθήματος , μέ τή μετάλλαξη καί ἀλλοίωσή του. Ἐμπρός στό πρόβλημα αὐτό θά χρειασθεῖ νά προχωρήσουμε ἀπό τήν ἁπλή πληροφόρηση στήν κριτική σκέψη καί σοφή ἀντιμετώπιση. Ὁ Δυτικός Κόσμος ὀφείλει νά συνειδητοποιήσει ὅτι ἠ ἀικία καί ἠ φτώχεια στήν ἀνθρωπότητα, γιά τά ὁποῖα ὁ ἴδιος ἔχει μεγάλο μερίδιο εὐθύνης, διευκολύνουν τήν ἐκμετάλλευση τοῦ θρησκευτικοῦ συναισθήματος. Ἡ θρησκευτικότητα δέν εἶανι ἁπλῶς ἕν ακοινωνικό ἐπιφαινόμενο. Ὅπως καί ἠ ἀνθρώπινη νόηση, ἀνήκει στό DNA τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι πολύτιμη γιά τήν ἐπιβίωση καί τήν πρόοδό του.
Κυρίως, ἐπείγει νά ξαναβροῦμε τόν πυρήνα τῆς πίστεώς μας στόν Θεό, ἡ ὁποία ὁδήγησε τόν χριστιανικό κόσμο στήν ἐκπληκτική δημιουργία σέ ὅλους τούς τομεῖς. Διότι, ἄς μην ἀποσιωποῦμε ὅτι ὁ πολιτισμός μας ἔχει συγκεκριμένες ρίζες. Ρίζες του -ὡς εἶναι γνωστό- εἶναι ἡ ἀρχαιοελληνική σκέψη, τό ρωμαϊκό δίκαιο καί οἱ χριστιανικές παραδόσεις. Ἡ ἀλλοιωμένη ἤ διαστρεβλωμένη πίστη, πού ὁδηγεῖ στή βία καί τόν τρόμο, θά ἀντιμετωπισθοῦν ἀποτελεσματικά μέ σοφία, μέ ἀληθινό σεβασμό στό δικαίωμα ἐλευθερίας ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Καί πρό παντός μέ τή ζωντανή χριστιανική πίστη πού δέν περιορίζεται στούς ἐξωτερικούς τύπους καί τά εὐσεβοφανῆ λόγια. Μιά ἐνεργό πίστη, ἡ ὁποία στηρίζει τή δικαιοσύνη καί τήν αλληλεγγύη ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους καί τούς λαούς. Μιά πίστη συνυφασμένη μέ τήν ἀγάπη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Ἡ χριστιανική πίστη εἶναι γεμάτη δύναμη καί δημιουργικότητα, σύμφωνα μέ τή διαβεβαίωση τοῦ Κυρίου: «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, τά ἔργα ἅ ἐγώ ποιῶ κἀκεῖνος ποιήσει, καί μείζονα τούτων ποιήσει» (Ἰω. 14:12). Πίστη πού διατρανώνει τή διαχρονική παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στή ζωή τῶν πιστῶν, τοῦ «Παρακλήτου», «τοῦ Πνεύματος τῆς ἀληθείας» (14:16-17). Πίστη πού θερμαίνει τήν ψυχή μέ τήν α.ἴσθηση τῆς συνεχοῦς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ καί τῆς ἀμοιβαιότητος τῆς ἀγάπης. Δέν μπορεῖς νά πιστεέις ἀληθινά, ἄν δέν ἀγαπᾶς «Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου». Καί στή συνέχεια, ὡς ἄμεση συνέπεια, «τόν πλησίαον σου ὡς σεαυτόν» (Μαρκ. 12:30-31).
Ἡ ἀληθινή πίστη στόν Θεό εἶναι οὐσιαστικά ἡ προσωπική σχέση ἐμπιστοσύνης μέ Αὐτόν πού εἶναι ἡ Ἀγάπη.
Ἀντί ἐπιλόγου – Τό δίλημμα.
Θά μοῦ ἐπιτρέψετα νά τελειώσω μέ μιά συγκεκριμένη Ἱστορία. Θυμοῦμαι κάποιο νέο ἱερωμένο, πρίν ἀπό τέσσερις δεκαετίες, στή νῆσο Πάτμο, σέ ὥρα παρατεταμένης περισυλλογῆς. Ἀντιμετώπιζε ἕνα δίλημμα: Νά μείνει στήν ὄμορφη εὐρωπαϊκή χώρα του, μέσα στό περιβάλλον πού τόν ἀγαποῦσε καί πού τό ἀγάπησε, ἤ νά ἀναχωρήσει γιά μιά δύσκολη ἀποστολή στήν Ἀφρική, γιά νά βοηθήσει μιά ἀπό τίς πιό ἀδικημένες ἀνθρώπινες κοινότητες. Ἀτενίζοντας τόν ὁρίζοντα τοῦ ἀνοικτοῦ πελάγους ἀπό τό ἀσκητήριο ὅπου εἶχε ἀποσυρθεῖ, ζητοῦσε μέσα του μιά ἱκανοποιητική ἀπάντηση σ’ αὐτό τό δίλημμα.
Ἡ ἀπάντηση ἦρθε τελικά μέ ἕνα κρίσιμο ἐρώτημα: «Σοῦ φθάνει ὁ Θεός; Πιστεύεις πραγματικά; Τότε πήγαινε. Δέν σοῦ φθάνει; Τότε κάθισε ἐκεῖ πού εἶσαι». Καί ἕνα ἑόμενο ἐρώτημα ἔκανε τό πρῶτο πιό ἰσχυρο: «Ἄν ὅμως δέν σοῦ φθάνει ὁ Θεός, σέ ποιόν ἀκριβῶς Θεό πιστεύεις;». Ἀκολούθησε μιά ἤρεμη ἀπόφαση γιά μιά τέτοια πορεία σέ δύσκολους δρόμους, σέ περιοχές πού εἶχαν ταλαιπωρηθεῖ ἀπό τή φτώχεια ἤ τήν ἀθεΐα. Σέ ὦρες σκληρές, πού ἔφθαναν στά ὅρια τῆς κάμψεως ἤ τοῦ θανάτου, βασική παρηγοριά ἦταν ἡ ἐγγύηση τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ: «Καί ἰδού ἐγώ μεθ’ ὑμῶν εἰμί πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. 28:20)• καί ἡ βεβαιότητα τοῦ ψαλμωδοῦ: «Ἐάν γάρ καί πορευθῶ ἐν μέςῳ σκιᾶς θανάτου, οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι σύ μετ’ ἐμοῦ εἶ» (Ψαλμ. 22:4).
Ὁ ἱερωμένος αὐτός, ὕστερα ἀπό πορεία 43 χρόνων σέ διάφορα μονοπάτια τῆς οἰκουμένης ἔχει τήν τιμή νά ἀπευθύνεται αὐτή τήν ὥρα σ’ ἐσᾶς ἀγαπητοί μου,θέλει μέ ὅλη του τήν ψυχή νά εὐχηθεῖ: Ἡ συνέχεια τῆς ζωῆς ὅλων σας νά εἶναι μιά συνεχής ἀνάβαση, ἀπό τήν ἁπλή πληροφόρηση στή συστυματική γνώση• ἀπό τή γνώση στή σοφία «τήν ἄνωθεν κατερχομένη». Μιά ἀδιάκοπη ἀνάβαση ἀπό τήν ἰδιοτέλεια στήν ἀληθινή ἐλευθερία. Ἀπό ἀνεύθυνες ἐρωτοτροπίες, στόν γνήσιο καί εὐλογημένο ἀπό τόν Θεό ἔρωτα, λκαί κυρίως στήν οὐσιαστική βίωση τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης. Ἕνα τελικό ἅλμα, ἀπό τή μηχανική συμμετοχή σέ παραδοσιακές τελετές ἤ ἀπό μιά φαρισαϊκοῦ τύπου θρησκευτικότητα, πρός τή ζωντανή πίστη στόν Θεό, ὅπου τό Ἅγιο Πνεῦμα δεσπόζει καί σφραγίζει τή ζωή μας μέ τό φῶς, τίς ἐνέργειες, τή δύναμή Του. Μιά πίστη ἡ ὁποία ἀνοίγεθι τήν ὕπαρξή μας στό ἄπειρο, μέ συντροφιά τήν παρουσία Αὐτοῦ πού εἶναι Ἀγάπη.

Σᾶς τό εὔχομαι μέ ὅλη μου τήν καρδιά.

Ἀρχιεπίσκοπος Τιράνων
καί πάσης Ἀλβανίας
† Ἀναστάσιος