3/9/13

Του ΒΕΛΗ η βρύση - ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΑΚΟ ΜΑΚΚΑ- ΜΟΤΣΕΡΙΟΤΗ

Ο Κώστας Βελής κατά τους τοπικούς ιστορικούς και κατά τον παππού Παναϊτούλα ζούσε στο Κερασοχώρι.Ήταν κτηματίας και πολύ πατριώτης. Η έναρξη της επανάστασης στην Πελοπόννησο και στην Νότια Στερεά Ελλάδα το 1821, ενέπνευσε τον ήρωα αυτό, να κάνει το ίδιο και στην περιοχή του. Προκειμένου να αγοράσει όπλα για να οπλίσει τα παλικάρια του, για την επανάσταση στην περιοχή, πούλησε πολλά από τα χωράφια του.
Σε μια  περιοχή που είναι κοντά στα «ακόνια», (στην Κρέντη), ο σπουδαίος αυτός πατριώτης είχε τα γιδοπρόβατα του και μερικά καλύβια καθώς και μια στρούγκα κοντά στην βρύση η οποία πήρε και το όνομα του.

Στην προσπάθειά του να συγκεντρώσει περισσότερα χρήματα για τον αγώνα, πούλησε τη βρύση σε κάποιον κερασοβίτη ο οποίος την μεταπούλησε αργότερα σε κάποιον πραματευτή, ζωέμπορα που μάζευε εκεί τα γιδοπρόβατα που αγόραζε μέχρι να τα μεταφέρει στο Καρπενήσι ή στο Αγρίνιο.
Εκεί κοντά και λίγο πιο πάνω από τη βρύση, στην περιοχή που λέγεται «παλιόστανη» γύρω στα χίλια εννιακόσια, είχαν χωράφια και στάνες, ο Μαλασκομήτρος με τον Γαμπρό του Παναϊτούλα.
Ο ζωέμπορας όμως γέρασε και σταμάτησε να μαζεύει πραμάτειες και με την παρότρυνση του πεθερού του ο Παναϊοτούλας πήγε και του ζήτησε να αγοράσει τη στάνη, που ήταν κοντά στη βρύση. Δίνοντας μερικά γίδια και κάποια χρήματα, ο Παναϊτούλας έγινε ιδιοκτήτης της στρούγκας και μιας μικρής λακούλας.
Αργότερα, έφτιαξε στέρνα και κήπο και έτσι έκανε ένα μεγάλο χωράφι που το μοίρασε στους  δύο γιους του Γιώργο και Μένιο.
Οι Γιώργος και  Μένιος, με βάση τη βρύση πάντα και τη στέρνα, αφού ξελάκωσαν τα πουρνάρια και τα  κέδρα, δημιούργησαν καινούριες πατωσιές, φύτεψαν συκιές και άλλα οπωροφόρα, μετατρέποντας έτσι την περιοχή σε ένα μικρό παράδεισο.
Η περιοχή αυτή πήρε περισσότερη αξία διότι από το σημείο της βρύσης περνούσε ο δημόσιος τότε δρόμος για  Άγραφα – Απεράντιο. Έτσι η τοποθεσία με την βρύση έγινε ένας ωραίος σταθμός για τους διαβάτες.
Ο Μένιος τότε έχτισε (παρά τις αντιδράσεις κυρίως του Κώστα Ντάλλα) Χάνι δίπλα από τη βρύση και έτσι την δεκαετία του τριάντα και αρχές του σαράντα ο κόσμος σταματούσε εκεί να φάει, να πιεί καφέ, να κοιμηθεί . Όλοι πλέον ξέρανε και μιλούσαν για του Βελή τη βρύση.
Προκειμένου όμως η βρύση αυτή να γίνει πιο όμορφη και να την καμαρώνουν οι διαβάτες, όλοι μαζί οι συγγενείς, που έπαιρναν νερό και ζούσαν εκεί κοντά, αποφάσισαν να την επισκευάσουν.
Ο Παναϊτούλας έφτιαξε από σίμαλο, λιθάρι καινούρια κούπα. Οι άλλοι κάτοικοι πήραν και κάποιο μάστορα που ήταν καλός στα χτίσματα και έχτισαν καινούρια  βρύση, με παραθύρες απ’ τα πλάγια όπου είχαν αφήσει και ένα κύπελλο για να δίνουν νερό σ’ αυτούς που ήταν καβάλα και δεν μπορούσαν να κατέβουν, ή ήταν γέροι, ή  Νυφάδες, ή πλούσιοι  που είχαν τους υπηρέτες ή τις γυναίκες τους πεζές που τους γέμιζαν το κύπελλο. Κάποια εποχή όμως το κύπελλο χάθηκε ίσως κάποιος δεν είχε κύπελλο στο σπίτι του και το ζήλεψε.
Τα χρόνια πέρασαν και σιγά -σιγά τα πράγματα άλλαξαν. Ο δρόμος πήγε απ’ αλλού. Ο κόσμος σταμάτησε πια να περνά από το σημείο εκείνο.
Να όμως που μια μέρα κάποιος γέρος κατεβαίνει, φτάνει στη βρύση, σταματάει, πίνει νερό και μετά πηγαίνοντας πιο πέρα γυρίζει και κοιτάζει την βρύση και ξαφνικά αρχίζει την κουβέντα μαζί της.
Η βρύση δείχνει χαρούμενη που τον είδε. Είχε χρόνια να ξαναδεί επισκέπτη. Χάρηκε σαν την μάνα που είχε καιρό να δει το παιδί της.
Ξανακοίταξε τον επισκέπτη στα μάτια και του είπε:
-«Πες μου νέα, γιατί δεν σε βλέπω συχνά. Γιατί δεν βλέπω κόσμο πια παρά κανένα κυνηγό ή κανένα τσοπάνη κάπου- κάπου. Τι έγινε ο Βελής; Τι έγιναν οι κλέφτες και οι αμαρτωλοί που έψηναν τα σφαχτά; Τι έγιναν αυτοί με τις πραμάτειες και κυρίως τι έγιναν οι Μπαλασκομήτρος, ο Κώστας ο Παναϊτούλας, ο Μένιος, ο Γιώργος- Πάνος – οι γυναίκες τους, τα παιδιά τους; Αυτοί με ξεκαινούριωσαν, με πρόσεχαν, με αγάπησαν,  τους έβλεπα συχνά. Τώρα έφυγαν, με ξέχασαν, δεν τους ξαναείδα, μα εγώ περιμένω και τρέχω το νερό το δροσερό, ελπίζοντας ότι θα γυρίσουν. Πάντα ελπίζω»
- Με ποιόν μιλάς; Λέει δίπλα η παλιά  χιλιόχρονη βελανιδιά που έχει σκύψει απ’ τα χρόνια της σαν να έχει οστεοπόρωση. Ποιος είναι αυτός;
-Δεν τον θυμάσαι, λέει η βρύση;. Θα σου πω αργότερα, άσε με τώρα να τον ρωτήσω, να μάθω κανένα νέο. Και συνέχισε τις ερωτήσεις …
-Που είναι οι διαβάτες που έρχονταν, ο άντρας καβάλα στο μουλάρι με μια άσπρη πετσέτα στο λαιμό, η δε γυναίκα πεζή, να σταματούν στην βρύση και αυτός να διατάζει: «φέρε νερό», αυτή να παίρνει το κύπελλο που ήταν στην παραθύρα δίπλα στη βρύση, να το γεμίζει, να του το δίνει, αυτός να πίνει το μισό, να χύνει το άλλο κι αυτή να ρωτά, «θέλς άλλου αφέντιμ»;          
-Πού είναι οι τσιφλικάδες με τα άσπρα άλογα, λες και ήταν του Βασιλιά; Που είναι τα συμπεθερικά που περνούσαν μερικές φορές σαράντα ή πενήντα άλογα και μουλάρια, με πολύχρωμες κουβέρτες, στα σαμάρια, τραγουδώντας και ένας-ένας να πίνουν νερό γιατί έρχονταν από μακρινό χωριό, με τη νύφη στολισμένη και τις δίνουν νερό με το κύπελλο;
-Που είναι αυτοί που έρχονταν με την βαρέλα για νερό, για το σπίτι τους; Αυτοί που ήταν πάντα εδώ, τι έγιναν τώρα;
- Που είναι οι γεωργοί που περνούσαν απ΄ τα χωράφια με τα μουλάρια φορτωμένα και οι ζαλιγκομένες γυναίκες νέες όμορφες και μεσόκοπες;
-Που είναι οι τσοπάνηδες, οι πραματευτές; Οι αγωγιάτες με τα πολλά μουλάρια; Κόσμος από τα χωριά των Αγράφων που όλοι από εδώ περνούσαν; Είχα για όλους νερό. Και έχω ακόμα, εγώ εδώ είμαι αυτοί τι έγιναν;
Σαν παραπονεμένη, με θλίψη και ερωτηματικό στο πρόσωπό της, η βρύση ρωτά και ξαναρωτά.
Ο γέρος που είχε γεννηθεί πενήντα μέτρα πιο κάτω, στο χάνι του πατέρα του, έμεινε για πολύ ώρα απέναντι στην βρύση μη μπορώντας να κάνει κάτι. Στο μυαλό του ήλθαν πολλά απ΄ τα παλιά και η καρδιά του πλημμύρισε από συγκίνηση. Όταν ήταν δώδεκα χρονών έφτιαχνε  καφέδες στους περαστικούς και τους πουλούσε σύκα απ’ τις συκιές που είχε ο πατέρας του. Θυμήθηκε που με την μπροστογιομή του παππού του σκότωνε τις κίσσες που έτρωγαν τα καλαμπόκια, θυμήθηκε πολλά από εκείνα τα χρόνια. Τώρα πια δεν είναι παιδί. Όμως δεν θέλει να λυπήσει την βρύση, αλλά να τις δώσει κουράγιο. Τις υπόσχετε λοιπόν ότι θα ψάξε, θα ρωτήσει. Όμως ποιόν; Δεν έχει το κουράγιο να της πει ότι οι παλαιοί έφυγαν για πάντα, ότι δεν θα ξαναέρθουν, χωρίς να το θέλουν. Μερικοί αγαπούσαν τη φύση και τον τόπο αυτόν υπερβολικά, δεν θέλανε να φύγουν, αλλά έτσι ήταν να γίνει.  Δεν θέλει να της πει ότι αυτοί που ζουν εδώ τώρα, δεν περπατούν πια, πίνουν νερό από πλαστικά μπουκάλια που κουβαλούν μαζί τους στα αυτοκίνητα. Οι δε δρόμοι περνούν από αλλού, άλλαξαν πορεία  γιατί δεν υπάρχουν άλογα και μουλάρια, παρά αυτοκίνητα.
Υπόσχεται όμως ότι θα ξανάρθει, δεν ξέρει πόσες φορές, δεν το λέει. Ελπίζει ότι θα’ ναι αρκετές. Μακάρι να είχε την μακροζωία της βρύσης. Αυτά όμως είναι όνειρα, και η βρύση αργότερα θα ρωτά, τι έγινε κι αυτός; Ερχόνταν κάπου-κάπου. Μας ξέχασε;
Όχι ποτέ! Εκτός και αν δεν μπορεί πια, γιατί  “έφυγε” κι αυτός σαν τους άλλους.