24/12/12

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΑΡΓΥΡΗ - Χριστουγεννιάτικο Διήγημα του Γιώργου Στ. Αθανασιά


Το ποτάμι… το ποτάμι άγριο… άγριο σαν παγιδευμένο αγρίμι, όπως διάβαινε θολό κι αγριεμένο στον κατήφορο, χόχλαζε, άφριζε, βούιζε και απειλούσε…! Μαζί με τα πολλά… αντάμα με τα αδιάβατα νερά του, ταξίδευαν πέτρες, ταξίδευαν κούτσουρα, ταξίδευαν και κλαριά…  κλαριά ξεριζωμένα… κλαριά απ’ την νεροποντή παρασυρμένα…! Πήγαιναν… πήγαιναν κι αυτά σε κόσμους άλλους. Πήγαιναν σε τόπους μακρινούς…  Πήγαιναν σε θάλασσες καταγάλανες… Τραβούσαν για πέλαγα αλαργινά…! Πήγαιναν… Ποιος ξέρει τι είχαν στο νου τους, τις οίδε τι είχαν βάλει στο μυαλό τους, ποιος…  

Κατεβασμένο, λοιπόν, κι αδιάβατο το ποτάμι…! Έτρεμες στη θέα του και αναρίγαγες  στη θωριά του. Για να το περάσεις αδύνατον, για να το διάβεις ούτε λόγος, για…  
Ξαφνικά, μέσα από τα άπατα θολά νερά, ανάμεσα απ’ τις παρασυρμένες πέτρες, πάνω απ’ τον συντριμμό κι απ’ τα νεροκουβαλημένα κούτσουρα, άρχισε να αναδύεται της νύχτας μια ψηλόλιγνη μεσόκοπη νεράιδα! Πρόβαλε μια… Φάνηκε μια καστανομαλλούσα με ανεμίζοντα στους νυχτερινούς αέρηδες μαλλιά γυναίκα…! Το βλέμμα της γλυκό σαν της άνοιξης το χάδι, το παράστημά της επιβλητικό σαν αυστηρή διαταγή, το χέρι της σταθερό σαν καλοριζωμένο στα βράχια και μες στα στουρναρόλιθα ελάτι, η φωνή της αυτή η ίδια η χαρά…!    
-Έλα, του είπε. Έλα, για να σε διαβάσω απέναντι… Έλα… Μην σκιάζεσαι… μην τα σκιάζεσαι τα νερά… Μη δειλιάζεις… Πέρασμα είναι, θα διαβείς… Έχε μου εμπιστοσύνη… Δώσε μου το χέρι σου και πιάσε το δικό μου…
Ο Αργύρης, ξαφνιασμένος απ’ την απρόοπτη, απ’ την αναπάντεχη παρουσία της καλοσυνάτης γυναίκας, έτριψε τα κατακόκκινα απ’ το ξάφνιασμα μάτια μου και μια κοίταζε το αδιάβατο ποτάμι, μια τα σύννεφα του ουρανού, που δεν έλεγαν τη βροχή να σταματήσουν και μια… μια κοίταζαν την άγνωστη σ’ αυτόν γυναίκα. Έπειτα, σαν κάτι ακαταμάχητο να τον ώθησε, κάτι σαν δυσπολέμητο να τον υποχρέωσε, κάτι σαν το ακατανίκητο να τον παρόρμησε,  τέντωσε προς το μέρος της το χέρι του το ξυλιασμένο, κοίταξε κατάματα το πρόσωπό της και…
Χάραξε…
Όξω ο κόσμος πήρε ζωή από το παγωμένο λυκαυγές.
Τα πουλιά, άστεγα όπως ήταν και των αέρηδων έρμαια καθώς βρίσκονταν, τέντωσαν τα μουδιασμένα απ’ της νύχτας την ακινησία κι απ’ της ψύχρας το μανούρωμα φτερά τους κι άρχισαν… άρχισαν, να αναζητούν με φωνές και τιτιβίσματα της μέρας τους τον επιούσιο.
Οι άνθρωποι, βιαστικοί κι αυτοί, λες κι είχαν προκαθορισμένο ραντεβού ή σάμπως να ’θελαν μέσα σε ένα πρωινό, κι ας ήταν παγωμένο, να τα προφθάσουν όλα, έτρεχαν… έτρεχαν… έτρεχαν…
Ο Αργύρης, άνοιξε τα μάτια του, αναθάρρησε με της χειμωνιάτικης αυγής το σκότιο φως, αγνάντεψε ολόγυρά του, είδε του δωματίου του τους τέσσερις γνώριμους τοίχους, προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά… αλλά τα πόδια του… τα πόδια του δεν τον βοηθούσαν. Δυστυχώς γι’ αυτόν, όπως όλον τον τελευταίο καιρό έτσι και σήμερα, τα ποδάρια του αρνούνταν να υπακούσουν στα θέλω του, αδιαφορούσαν στις επιθυμίες του και αντιστέκονταν…! Αντιστέκονταν πεισματικά… αντιστέκονταν, σαν το κακότροπο γαϊδούρι, στις πάμπολλες προσπάθειές του!
Ο άνθρωπος, όμως, δεν είναι μονάχα μάτια, δεν είναι μονάχα ύλη, σώμα και κορμί, δεν είναι μονάχα χέρια και ποδάρια. Είναι και νους, είναι και μυαλό, είναι και ψυχή, είναι και καρδιά, είναι και σκέψεις, είναι και όνειρα, είναι… τόσα πράγματα… τόσα συναισθήματα είναι. Είναι τόσα πολλά, γι’ αυτό και είναι άνθρωπος. Αλλιώτικα… αλλιώτικα, δεν θα ήταν. Δεν θα ήταν άνθρωπος. Θα ήταν… θα ήταν κάτι άλλο… Κάτι σαν ζώο άνουο και άγνωμο, ας πούμε.
Η πόρτα άνοιξε τρίζοντας. Ποιος ξέρει, αν λαδώθηκαν οι μεντεσέδες της ποτέ! Τόσο πολύ έτριξε! Έτριξε, λες κι ήθελε να δηλώσει την παρουσία της… λες κι ήθελε να βροντοφωνάξει την εντιμότητά της! Έκαμε σαν να ήταν το μόνο έντιμο επί της γης ον, πλάσμα, φτιάγμα ή κατασκεύασμα! Κρίμα… Παρασύρθηκε κι αυτή απ’ τις συναναστροφές της. Αλλιώς δεν εξηγείται. Και δεν εξηγείται, γιατί οι ακέραιοι, οι έντιμοι και οι ηθικοί δεν το φωνάζουν. Δεν πρέπει να το φωνάζουν. Άλλωστε, γιατί να το φωνάξουν; Τα έργα τους, η παρουσία τους, η συμπεριφορά τους, το είναι τους ολάκερο το κρένει, το φωνάζει, το προβάλλει, το διαλαλεί. Γιατί, λοιπόν, να το φωνάξουν;
Η πόρτα αντιστάθηκε, έτριξε, αλλά… αλλά άνοιξε. Άνοιξε δίχως προειδοποίηση καμιά. Κανένας χτύπος δεν ακούστηκε πριν απ’ των μεντεσέδων της το τρίξιμο. Απλά άνοιξε… άνοιξε τρίζοντας και στο άνοιγμά της πρόβαλε μια ανθρώπινη σιλουέτα. Πρόβαλε μια ασπροφορεμένη σιλουέτα, που θύμιζε…  περισσότερο χιόνι θύμιζε, πάγο ή κάτι τέτοιο, και λιγότερο ανθρώπινη ύπαρξη με ψυχούλα, με καρδιά, με σκέψη, με μυαλό και με αισθήματα…!
Το παγωμένο κορμί, το αδειανό από συναισθήματα και από ανθρωπιά σαρκίο, σίμωσε τον Αργύρη, του ’ριξε μια ματιά… του ’ριξε μια βλεψιά, που περισσότερο θύμιζε κεραυνό και λιγότερο βλέμμα… λιγότερο θύμιζε κοίταγμα ανθρώπινο και του άπλωσε τα γαντοφορεμένα χέρια του. Του άπλωσε μια χούφτα ανοιχτή, που ’ταν γεμάτη χάπια. Ήταν τα φάρμακα που τον κράταγαν στη ζωή. Μια χούφτα φάρμακα το πρωί, μια χούφτα το μεσημέρι κι άλλα τόσα χάπια και φάρμακα το βράδυ, με μια μπουκιά ψωμί, τον κράταγαν χρόνια τώρα στη ζωή.
Ο Αργύρης ανασηκώθηκε, άπλωσε το τρεμάμενο χέρι του, πήρε τα φάρμακά του, τα ’ριξε όλα μαζί στο στόμα του, έπειτα πήρε το ποτήρι με το νερό απ’ το κομοδίνο, που του ’χε φέρει η Ανθή αποβραδίς…
Η Ανθή…! Τι πλάσμα, Θεέ μου, κι αυτό…! Τι καλοσύνη κουβαλάει στην καρδιά της αυτή η γυναίκα…! Ανθή τη βάφτισαν και δυσεύρετο λουλούδι είναι…! Το παρουσιαστικό της, το φέρσιμό της, η συμπεριφορά της, όλα της μοσχοβολούν ζουμπούλι, αγιόκλημα, αγράμπελη, τριαντάφυλλο και αγάπη…!  
Αλήθεια, μήπως, Θεούλη μου, την προόριζες για Παναγιά και ξεχάστηκες… και δεν την έφερες έγκαιρα στη γη; Μήπως, λέω μήπως, εξ αιτίας σου δεν πρόκαμε τη Βηθλεέμ και πήγε αντί για δαύτη η Μαριάμ;
Η ματιά της είναι ένα όνειρο, το χαμόγελό της είναι η ελπίδα, το βήμα της είναι η σιγουριά, τα λόγια της είναι βάλσαμο, η κουβέντα της είναι φάρμακο, η προσέγγισή της είναι ένεση τονωτική! Κάθε κίνησή της, κάθε ενέργειά της, κάθε φέρσιμό της είναι της καλόκαρδης ψυχής της καλόβουλος παλμός και της αστείρευτης… της ατέλειωτης ανθρωπιάς της σπινθηροβόλο ακτινοβόλημα…!
Ο Αργύρης, ήπιε τα φάρμακά του, κατάπιε τα φαρμάκια του, κοίταξε το ταβάνι κάμποσες φορές, έφερε τα μάτια του ολόγυρα, διερεύνησε το δωμάτιο κι έπειτα… έπειτα, τα κάρφωσε επίμονα στο παραθύρι. Το κοιτούσε, λες και πάσχιζε να βγάλει φτερά να φύγει, να πετάξει, να γίνει πουλί κι αυτός με τα πουλιά, να γίνει ξεφτέρι, γέρακας και αετός, να σχίσει τα σύννεφα, να κυνηγήσει του χιονιού τις νιφάδες, να παίξει μαζί τους, να χαρεί της ξενοιασιάς τη λευτεριά, να… Το αγνάντευε… το κοίταζε… το θωρούσε, λες… λες κι ήθελε να μικρύνει τις αποστάσεις, να συμπιέσει τα χρόνια, να αφανίσει τους καιρούς… όλους τους δίσεκτους καιρούς…
Τα χρόνια… τα χρόνια… τα χρόνια…  Αλήθεια, γυρίζουν τα χρόνια πίσω; Όχι… Όχι, δε γυρίζουν. Τα χρόνια περνούν… τα χρόνια διαβαίνουν και πίσω τους ούτε κοιτούν, ούτε γυρνούν.
Τα χρόνια είναι κάτι σαν το ρέμα… είναι σαν το λαγκάδι, είναι σαν… Είναι σαν το νερό που τρέχει στις πηγές, στους χείμαρρους, στις λαγκαδιές και μέσα στα ποτάμια. Μαθές, γυρίζουν τα ποτάμια πίσω; Δεν γυρίζουν. Τρέχουν, τρέχουν, τρέχουν… Τρέχουν, λες και βιάζονται… λες και θέλουν να φτάσουν μιαν ώρα αρχύτερα. Τρέχουν, να προφθάσουν… να προφθάσουν… να προφθάσουν…
Ρέματα, λαγκαδιές, νερά και ποταμοί είναι τα χρόνια. Περνούν, διαβαίνουν, φεύγουν και πίσω τους δεν κοιτάζουν. Έτσι ήτανε,  έτσι είναι και έτσι θα μείνουν. Δεν τα ενδιαφέρει το πίσω, αδιαφορούν για το σήμερα, δε νοιάζονται για το χθες! Τα χρόνια ενδιαφέρονται για το μετά, στοχεύουν στο αύριο, καλοβλέπουν το μέλλον!
Όμως, όπως περνούν, μπορεί να μη σε πνίγουν, αλλά σε βρέχουν, σε μουσκεύουν, σε… Διαβαίνοντας, αφήνουν την κακοσύνη τους, αφήνουν τη σκληρότητά τους, ασπρίζουν τα μαλλιά, πλημμυρίζουν τα πρόσωπα ρυτίδες, μαυρίζουν την ψυχή, κυρτώνουν το κορμί, φυραίνουν το μυαλό, θολώνουν τα μάτια, σε καταλήγουν στον τάφο, σε σκεπάζουν με της μαύρης γης το χώμα!
Του Αργύρη τα μάτια βούρκωσαν, γέμισαν δάκρυα… Πλημμύρισαν δάκρυα μαύρα, δάκρυα… δάκρυα… δάκρυα καυτά… Δάκρυα, που του αυλάκωναν τα αυλακωμένα από τα χρόνια, από τις στερήσεις, από τις στεναχώριες και από την κακοπόρεψη μάγουλά του!
Το μυαλό του, προσπαθώντας να κάμει το πισωγύρισμα, προσπαθώντας να αφήσει το σήμερα, για να πάει στο τότε, πήρε μια τεράστια γομολάστιχα κι έσβησε… έσβησε πολλά… έσβησε πολλά από τα περασμένα.
Η ψυχούλα του πήρε της ζωής του το σφουγγάρι και το ’στυψε… το ’στυψε… το ’στυψε…
Στύβοντάς το, αφάνισε χρόνια πολλά… αφάνισε πολλά, πάρα πολλά χρόνια απ’ τη ζωή του…! Σε μια στιγμή, λες και κράταγε κάποιας καλόκαρδης μάγισσας το μαγικό ραβδί, από γέροντας κατάκοιτος έγινε ανήμπορο παιδάκι. Έγινε του χωριού το παρασάνταλο παιδί, που το κοίταζε η μάνα του και καταριόνταν τη μοίρα της, που το αγνάντευε ο πατέρας του και τα ’βαζε με το Θεό, που το θωρούσαν οι χωριανοί κι άλλοι το λυπόντουσαν κι άλλοι το αντιμετώπιζαν σαν του χωριού τους την κατάρα, σαν της γειτονιάς τους το ανάθεμα και σαν της φαμίλιας του το απόφευγμα, που… που το ’βλεπαν τα παιδιά  και, άμυαλα καθώς ήταν, πότε το ’βαζαν με τις πέτρες στο σημάδι και πότε το πετροβόλαγαν σαν ψωριάρικο, σαν άστεγο και σαν αδέσποτο σκυλί…!  
Ο Αργύρης, απ’ όταν γεννήθηκε, μια μέρα καλή δεν είδε, ένα χάδι στο κορμάκι του δεν ένοιωσε, μια καλή κουβέντα δεν άκουσε, σε τραπέζι ποτέ δεν έκατσε, μια χαψιά ζεστό φαΐ δεν έφαγε, ψωμί σαν άνθρωπος δεν γεύτηκε, θέση στου σπιτιού του τη γωνιά για ’κείνον δεν υπήρχε, στρώμα και σκέπασμα για ’κείνον δεν υφάνθηκε, ρούχο καινούργιο για δαύτον δεν ράφτηκε! Εκμετάλλευση, ξύλο, «ραβδί», φωνές, βρισιές, αποστροφή, κατάρες και απόρριψη… την απόλυτη απόρριψη βίωνε!
Πήγαινε να φάει, αλλά πιάτο γι’ αυτόν δεν είχαν, κουτάλι για εκείνον δεν υπήρχε. Και ψωριάρης να ήταν και χτικιό να είχε και από ηπατίτιδα τύπου β’ να νοσούσε και του κόσμου τις πιο μολυσματικές αρρώστιες στο κορμάκι του να κουβαλούσε, έτσι… έτσι δεν θα του συμπεριφερόντουσαν κι έτσι δεν θα τον αντιμετώπιζαν!
Έπειτα, μόνος του πλάστηκε; Μόνος του φτιάχτηκε; Μονάχος του κατασκευάστηκε; Μονάχος του…    
Όχι… Όχι, δεν πλάστηκε μόνος του. Όχι, δεν φτιάχτηκε μονάχος του ο Αργύρης. Του κόσμου ο Δημιουργός τον έπλασε κι αυτόν. Τι έφταιγε αυτός, που ο Μεγαλοδύναμος τον έκαμε έτσι; Τι έφταιγε αυτός, που γεννήθηκε παρασάνταλος και σημείωμα; Τίποτα… τίποτα… τίποτα…  Καρδιά είχε κι αυτός, ψυχή είχε κι αυτός, πόνο ένοιωθε και δαύτος, συναίσθηση και συναισθήματα είχε κι εκείνος, αλλά…
Τον χειμώνα –Θεέ  μου, τι βάρβαρη εποχή για τον Αργύρη –άλλες φορές έτρωγε το ψωμί, που έριχνε ο κόσμος στα σκυλιά, μάλιστα, κάποτε –κάποτε, πάλευε να τους το πάρει, κι άλλες συνέτρωγε με τις κότες του σπιτιού και με τα απολυμένα γουρούνια του χωριού!
Την άνοιξη, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο κυνήγαγε των κλαριών τα φρούτα, ζούσε με των δέντρων τους καρπούς και πήγαινε στους γάμους!    
Χωρίς υπερβολή, όπου γάμος και χαρά ο Αργύρης ήταν μπροστά! Πήγαινε πεζοπόρος, ρακένδυτος, άπλυτος και ξυπόλυτος κι αλλού έγλειφε… αλλού μάδαγε κανένα κόκαλο, αλλού έτρωγε ένα κομμάτι περισσευάμενο ή παραπεταμένο κρέας κι αλλού έτρωγε ένα πιάτο καλοφτιαγμένο φαγητό.
Βλέπετε, υπήρχαν και άνθρωποι… άνθρωποι, που ’χαν στα στήθια τους ψυχή και στα μύχια τους καρδιά! Υπήρχαν και άνθρωποι, που τον αντιμετώπιζαν ως ανθρώπινη οντότητα, που τον αντιμετώπιζαν ως ύπαρξη ανθρώπινη και του ’διναν…  Ό,τι είχαν του ’διναν, αλλά αυτοί ήταν λίγοι και δυστυχώς  πολυφαμελίτες, οικονομικά ανήμποροι και φτωχοί.  
Βέβαια, ο Αργύρης, δεν τ’ άφηνε, δεν τα παραμελούσε, έτρεχε και στα πανηγύρια! Πήγαινε για των κεραστάδων τα λουκούμια, για των πεταμένων κουτιών τη λουκουμόσκονη και για των καρπουζιών τις άχρηστες φλούδες!
Τον θυμάμαι κάθε χρόνο, και για πολλά χρόνια, να ’ρχεται στης Αγίας Παρασκευής το πανηγύρι. Ιούλης μήνας ήταν κι έρχονταν. Πήγαινε στην εκκλησιά, προσκύναγε με ευλάβεια την εορταζόμενη Αγία κι έπειτα… έπειτα τριγύρναγε στο πανηγύρι.
Όπως τριγύρναγε κι εκεί που περνοδιάβαινε, άλλοι τον κοίταζαν με συμπόνια, άλλοι με έκπληξη, άλλοι με απορία, άλλοι με παγερή αδιαφορία κι άλλοι με κάποιο φόβο! Πάντως, όπως και να τον κοίταζαν, όποιο μάτι κι έστρεφαν προς το μέρος του, όποιο συναίσθημα κι αν τους ενεργοποιούσε, δεν πέρναγε απαρατήρητος! Μάλιστα, κάποια παιδιά –παιδιά, που είχαν την τύχη να τα κάνει ο Θεός σωστά –τον πετροβόλαγαν! Άφηναν το πανηγύρι και κατέτρεχαν τον Αργύρη…! Τον πετροβόλαγαν, λες και ήταν φίδι φαρμακερό, αστρίτης, οχιά ή κάτι τέτοιο, ή κάποιο άφεντο σκυλί.
Τότε στέκονταν κι έστηνε καυγά και πόλεμο μαζί τους. Αυτά του πέταγαν πέτρες κι εκείνος τα ’σκιαζε. Σαν έκανε και πήγαινε προς το μέρος τους, ξέχναγαν και τις πέτρες, ξέχναγαν και την …υπεροχή τους και το ’βαζαν στα πόδια! Έτρεχαν να σωθούν κι απ’ του Αργύρη το μένος να γλιτώσουν.  
Άμα τέλειωνε ο πόλεμος, σαν επικρατούσε η ειρήνη, πήγαινε και κάθονταν σιμά στα όργανα και χαίρονταν τους χορούς και απολάμβανε της μουσικής τους ήχους. Έπειτα, αργότερα, γύρναγε από τραπέζι σε τραπέζι και μάζευε… μάζευε, ό,τι περίσσευε ή ό,τι του έδινε ο κόσμος! Ενώ το απόγευμα, προτού πάρει του χωριού του το δρόμο και της επιστροφής τη στράτα, διάβαινε κι από της εκκλησιάς το καφενείο και έπαιρνε απ’ τα κουτιά των λουκουμιών την πεταμένη ζάχαρη.    
Ο Αργύρης, μάνα δεν γνώρισε, με μητριά μεγάλωσε. Όμως και σκύλα ανεξημέρωτη να ήταν και λύκαινα του λόγγου να την είχε πλάσει ο Θεός, κάποια ευαισθησία θα την διέκρινε και κάποιο παραθυράκι ανθρωπιάς θα υπήρχε… θα άνοιγε στην καρδιά της. Όμως… όμως, ετούτη, όλη μερούλα τον έστελνε στα πράματα, στις δουλειές και στα χωράφια και το βράδυ… το βράδυ τον έκλεινε όξω απ’ το σπίτι! Πόσες και πόσες φορές δεν κοιμήθηκε με τα ζώα! Πόσες και πόσες φορές δεν κοιμήθηκε στο δρόμο! Πόσες και πόσες φορές δεν έπεσε λιοκαμένος, παγωμένος, ανήμπορος, πεινασμένος, άρρωστος και κατάκοπος καταμεσής στις στράτες!
Αλλά και οι συγγενείς του… οι συγγενείς του όλοι, όλη του τη ζωή, στην εκμετάλλευση τον είχαν! Όσο μπορούσε, όσο τον βάσταγαν τα πόδια του και τους υπηρετούσε, τους ήταν χρήσιμος και τον κρατούσαν στο χωριό. Αργότερα, όταν οι δυνάμεις του έπεσαν, όταν τα κουράγια του τον εγκατέλειψαν, τον έβαλαν στο «Ίδρυμα». Κάτι ήταν κι αυτό. Απ’ το να πεθάνει σαν το σκυλί στους πέντε δρόμους, ήταν προτιμότερο το «Ίδρυμα». Ήταν μια, έστω μικρούλα, ένδειξη ευαισθησίας και μια χλωμή… χλωμότατη αχτίδα καλοσύνης.
Θεέ μου, εσύ, που είσαι τόσο ψηλά… Εσύ, που είσαι τόσο δίκαιος… Εσύ, που είσαι τόσο σοφός… Εσύ, που είσαι ο τέλειος του κόσμου μας Δημιουργός…  Εσύ, που είσαι ο πατέρας όλων μας, γιατί μας έκανες ανθρώπους;  Αφού, αν και Θεός που είσαι, δεν το σκέφτηκες καλά κι αφού βάλθηκες να μας πλάσεις, γιατί δεν μας έκανες ζώα… ζώα αναίσθητα; Ζώα άγρια να κατοικούμε στις ζούγκλες, να ζούμε στα δάση, να τριγυρνάμε στις ερημιές; Γιατί δεν μας έκανες δράκους πνιγμένους μέσα στων ωκεανών τα βάθη; Γιατί δεν μας έφτιαχνες σκουλήκια, ασφάλαγκες και τυφλοπόντικες να σκάβουμε τη γη σου; Γιατί…; Γιατί…; Γιατί..;      
Χριστέ μου… Χριστέ μου, εσύ, που έγινες άνθρωπος… Εσύ, που γεννήθηκες στης Βηθλεέμ την απόμερη… την ταπεινή σπηλιά… Εσύ, που κυνηγήθηκες… εσύ, που καταδιώχθηκες  απ’ τον ανερμάτιστο… απ’ τον ματαιόδοξο… απ’ τον τρελαμένο από την εξουσία… απ’ τον αιμοχαρή Ηρώδη… Εσύ, που ήλεγξες… Εσύ, που έκρινες τους Γραμματείς και κατέκρινες τους Φαρισαίους… Εσύ, που θαυματούργησες… Εσύ, που προδόθηκες… Εσύ, που συνελήφθης μέσα στης Γεσθημανής τον κήπο… Εσύ, που καταδικάστηκες… Εσύ, που ανέβηκες στον Γολγοθά… Εσύ, που σταυρώθηκες για χάρη μας… Εσύ, που κατανίκησες το θάνατο, γιατί δεν μας συνετίζεις; Γιατί… γιατί… γιατί δεν μας ανοίγεις της καρδιάς μας τα μάτια, για να δούμε… για να αντικρίσουμε τους απέραντους ωκεανούς αγάπης και τους ασίγητους τυφώνες καλοσύνης, που ακτινοβολούν απ’ τον αιματοβαμμένο του Γολγοθά λόφο; Στο τέλος –τέλος, γιατί δεν μας αφανίζεις από της γης το πρόσωπο; Γιατί…; Γιατί…; Γιατί..;
Το μεσημέρι έφτασε, ο αέρας φύσαγε σαν παλαβός, οι χιονονιφάδες έπαιζαν παιχνίδια τρελά και ο Αργύρης… ο Αργύρης, κάλπαζε… κάλπαζε με της φαντασίας του τα αδάμαστα τα άτια…! Κάλπαζε με τη φαντασία του, που ποτέ της δεν φόρεσε ηνία, που ποτέ της δεν δέχτηκε να της περάσουν χαλινάρια, που ποτέ της δεν φυλακίστηκε σε τέσσερις τοίχους μέσα, που ποτέ της δεν ακινητοποιήθηκε απάνω σ’ ένα κρεβάτι, που ποτέ της δεν έπαψε να τρέχει, που ποτέ της δεν έπαψε να ονειρεύεται, έστω κι αν τα όνειρά της ήταν πλάνα, έστω κι αν έτρεφε ανέλπιδες ελπίδες, έστω…
Η πόρτα άνοιξε…! Άνοιξε τρίζοντας κι αγκομαχώντας…! Στο άνοιγμά της πρόβαλε ένας μεταλλικός δίσκος γεμάτος φαγητό που άχνιζε…! Πρόβαλε ένας δίσκος, που τον κράταγαν δυο χέρια… δυο παγωμένα –γυναίκας ή άντρα, δεν έχει σημασία –χέρια.
Σ’ αυτά τα χέρια, στα χέρια που κράταγαν το δίσκο, ούτε πρόσωπο έβλεπες, μήτε χείλη διέκρινες, ούτε χαμόγελο είχαν, μήτε στήθος με καρδιά διέθεταν, μήτε  συναισθήματα άφηναν, έστω δειλά κι απρόθυμα, από πάνω τους να ξεπηδήσουν. Μονάχα η τυπικότητα… η τυπικότητα τα χαρακτήριζε και η βιάση έδειχναν να τα πιέζει βασανιστικά κι αφόρητα…! Η βιάση… η βιάση, να πάνε στον άλλο, να περάσουν στον επόμενο, να πάνε στους παρακάτω, να τελειώσουν μιαν ώρα αρχύτερα…! Βιάζονταν, λες και δεν είχαν στη διάθεσή τους άλλο χρόνο…! Λες και βίωναν τις τελευταίες της ζωής τους  στιγμές…!  
Ο δίσκος έμεινε, τα χέρια έφυγαν και ο Αργύρης… ο Αργύρης, απόμεινε. Τα μάτια του ήταν υγρά, η ψυχή του μαύρη, τα σωθικά του αηδιασμένα, τα πόδια του ήταν πρησμένα, κόκκινα, σακατεμένα κι απρόθυμα… απρόθυμα να υπακούσουν στις θελήσεις του.  Άπλωσε τα τρεμάμενα χέρια του να φέρει το φαγητό στα γόνατά του, αλλά… αλλά τον πρόδωσαν τα μάτια του…! Έκλεισαν… Έκλεισαν, λες κι ήθελαν να δείξουν την αποστροφή τους…! Λες και σιχάθηκαν τον κόσμο… τον κόσμο, που χρόνια τώρα ζούσαν… Τον κόσμο, στον οποίον ως τα τώρα πεισματικά προσπάθαγαν να ζήσουν! Έκλεισαν, λες κι είχαν μέρες να κοιμηθούν κι ας ξύπνησαν μπροστά από λίγες ώρες!
Βραδάκι…
Τα γέλια, τα χάχανα, τα κάλαντα, οι φωνές, οι ευχές και τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια έφτασαν κι ως του Αργύρη τον θάλαμο! Ήταν τα παιδιά του κατηχητικού σχολείου με μια μεγάλη ομάδα ενοριτών του Καθεδρικού Ναού. Όλοι τους μαζί άγγιζαν ή ξεπέρναγαν τους εκατό ανθρώπους! Άλλοι ήταν άνδρες, άλλοι γυναίκες και άλλοι παιδιά, αγόρια και κορίτσια. Χρονιάρες μέρες ήταν, η συμπόνια δεν είχε ξεριζωθεί εντελώς απ’ ολωνών τα στήθια, η αγάπη έρεε, σαν το αυγουστιάτικο νεράκι, αγαλιανά, σε κάποιες καρδιές ακόμα κι ήρθαν… Ήρθαν σιμά στους ανήμπορους, στους παραμελημένους, στους βαρετούς, στους…
Ήρθαν, να τους πουν, ότι υπάρχουν ακόμα άνθρωποι, ότι υπάρχουν ακόμα ψυχές… ψυχές, που τους νοιάζονται, ότι… Ήρθαν, να χαρίσουν όνειρα σ’ αυτούς, που δεν έχουν δικαίωμα στο όνειρο… Ήρθαν, να προσφέρουν λίγες σταγόνες ελπίδας, σ’ αυτούς που δεν έχουν δικαίωμα στην ελπίδα… Ήρθαν, να χαρίσουν ένα χαμόγελο… ένα αληθινό, ένα ανθρώπινο χαμόγελο σε σκυθρωπιασμένα πρόσωπα, σε αγέλαστα χείλη, σε μελαγχολικές ψυχές, σε απελπισμένες υπάρξεις, σε… Ήρθαν… Ήρθαν, να φέρουν της Γέννησης το χαρμόσυνο μήνυμα στα απόβλητα της ζωής… Ήρθαν… Ήρθαν, να καταδείξουν, ότι του Χριστού μας η αγάπη δεν ήταν σπόρος που τον αφάνισε το λιοβόρι, που δεν τον ξέρανε το κάμα, που δεν τον έπνιξαν του κόσμου τα ζιζάνια, που δεν τον κατέστειλαν πέτρες ακατέργαστες, που δεν παραχώθηκε μέσα σε χώματα άγονα!
Ξημερώματα…
Ο βοριάς… ο βοριάς ζήλεψε των χιονονιφάδων τα τρελά παιχνίδια κι έδιωξε βιαστικά και βάναυσα του ουρανού τα σύννεφα!
Τα κρούσταλλα κρέμονταν σαν απελπισμένες καρυάτιδες και στόλιζαν ολόγυρα τις στέγες!
Ο αυγερινός φανέρωνε τη φωτεινή θωριά του στου ουρανού τον ατέλειωτο θόλο!
Τ’ αστέρια κρύβονταν βιαστικά, για να μην τα συναντήσει το ξημέρωμα!
Τα κοκόρια υποδέχονταν με λαλήματα την αυγή και την καινούρια μέρα!
Στη Βηθλεέμ άνοιγαν… άνοιγαν τα επουράνια! Οι ουρανοί γίνονταν ένα με τη γη! Ο Θεός… ο τριαδικός… ο ένας και μοναδικός Θεός, γίνονταν άνθρωπος! Οι άγγελοι έψελναν το «Δόξα εν υψίστοις…» και τούτη τη χρονιά. Οι καμπάνες… της εκκλησίας οι καμπάνες, σήμαιναν χαρούμενα του Σωτήρα Ιησού τη Θεία Γέννηση!
Οι άνθρωποι –άλλος προσποιητά, άλλος από συνήθεια, άλλος από ευσέβεια, άλλος ευγνωμονώντας των θαυμάτων το θαύμα –έτρεχαν στις εκκλησιές και ο Αργύρης… ο Αργύρης, ανασηκώθηκε στο κρεβάτι του, έκαμε το σταυρό του κι έπειτα… έπειτα, κάρφωσε το βλέμμα του απάνω σ’ ένα αλαργινό αστέρι! Έμεινε και κοίταζε ένα νεαρό… ένα παιχνιδιάρικο αστέρι, που ξεχασιάρικο καθώς ήταν, δεν κατάλαβε, πως έμεινε ξοπίσω…! Δεν ακολούθησε τη μάνα του τη νύχτα, μήτε με τ’ αστέρια τ’ άλλα πήγε…! Και τώρα… τώρα… τώρα, καταμεσής στου ουρανού το θόλο, πάλευε… μάχονταν το …αιμοβόρο λυκαυγές της χριστουγεννιάτικης αυγής…!  
Έτσι τον βρήκε το πρωί, έτσι τον πήρε η μέρα, έτσι υποδέχτηκε τα Χριστούγεννα… τα τελευταία του Χριστούγεννα ο Αργύρης…!
Αργότερα, λίγες μέρες μετά, τον βρήκε η αγγελοπετριά. Έφυγε από τη γη…! Τον πήρε απ’ τη ζωή η ψηλόλιγνη του ονείρου του νεράιδα. Τον πήρε στην αιώνια αγκαλιά της η μάνα του… η μάνα του, που αυτός δεν γνώρισε ποτέ…! Τον πήρε και τον πήγε απάνω στης χριστουγεννιάτικης χαραυγής το ξεχασιάρικο αστέρι…!