27/3/13

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΜΟΥ - Του ΝΑΚΟΥ (ΜΑΚΚΑ) ΜΟΤΣΕΡΙΩΤΗ


Δεν θα προσπαθήσω να πείσω αυτούς που τα πιστεύουν ότι δεν υπάρχουν. Ούτε αυτούς που δεν τα πιστεύουν ότι υπάρχουν και οι δύο κατά την γνώμη μου έχουν δίκιο.
Φάντασμα φαντασία; Εσύ το βλέπεις και ο άλλος δίπλα σου σε κοιτάει παράξενα και κουνάει το κεφάλι. Έχω ακούσει πολλά. Τα λέγανε στα νυχτέρια παλιά όταν δεν υπήρχε τηλεόραση, ή ηλεκτρισμός ή ράδιο. Το χειμώνα νύχτωνε νωρίς το απόγευμα και ξημέρωνε στις οχτώ την άλλη μέρα. Για φως κάνα καντήλι ή και κλάρες στη φωτιά, κι έβλεπες θαμπά όταν κάποιος απ’ αυτούς που μαζεύονταν για κουβέντα άρχιζε να διηγείται φαντάσματα και δαιμόνους.
Άντε τότε να πας σπίτι σου αργότερα αφού έπρεπε να περάσεις κάποιο ρέμα ή σκοτεινά σημεία αφού και η ανταύγεια της φωτιάς δημιουργούσε στον τοίχο σκιές που σε τρομάζανε. Όλο το θέμα όμως βασίζεται στο αν φοβάσαι κι αν τα πιστεύεις.
Εγώ δεν τα πίστευα και ούτε φοβόμουν μετά από κάποια εφηβική ηλικία. Δεν τα πίστευα ποτέ γιατί πιστεύω ότι όλα έχουν μια λογική εξήγηση. Αν είναι κάτι ας βγει και την ημέρα γιατί μόνο την νύχτα.
Ένας μπάρμπας Αρκουμάνης από τα Γάβρενα μας είπε κάποτε σε μια θερμή συζήτηση που με είχαν βάλει μονότερμα, πέντε έξι πιστεύοντες και εγώ ένας που δεν πίστευα, αφού τον ρώτησα μιας και κάθονταν με κάποιο χαμόγελο στο πρόσωπό του κι’ αμίλητο. Τι λες και συ ρε Μπάρμπα; Και λέειΑφτ΄ς αφνούς σκιάζονται. Ηγώ γιράω μια ζωή μέρα νύχτα στράχες και στα λαγγάδια, δεν είδα ούτε άκσα τίπουτα. Οτ γλεψ την μέρα τα ίδια ειν και τνύχτα το μόνο κακό που μπορεί να συ βρει είναι να γκριμστής σε κάμια σάρα επειδή δε βλεπς.
Λεβέντης ο παππούς τους άφησε όλους άφωνους και μένα μου ΄δωσε δέκα πόντους παραπάνω ύψος. Μ’ όλα αυτά λοιπόν σας λέω ότι εγώ ο άπιστος σ’ αυτά, εγώ άκουσα το φάντασμά μου. Για να το καταλάβετε όμως πρέπει να σας πάω εκεί στον τόπο και χρόνο που έγινε αυτό.
Πάμε λοιπόν πίσω στο 1952 δώδεκα χρονών εγώ και καινούριος τσοπάνης. Μόλις είχαμε πάρει δώδεκα γίδες από τον Μπάρμπα Σταύρο. Τις είχαμε δώσει να τις φυλάει μαζί με τα δικά του λόγω ανταρτοπόλεμου. Τις πήραμε και κάποιος έπρεπε να γίνει τσοπάνης. Το πρωί κάποιος τις άνοιγε και τις πρόσεχε μέχρι να γυρίσω απ’ το σχολείο για να αναλάβω τα καθήκοντά μου. Δεν σας είπα όμως ότι το μαντρί ήταν τρία χιλιόμετρα απ’ το σπίτι και πίσω από δύο ραχούλες και αρκετά δύσκολα σημεία για μένα. Ο δρόμος μουλαρόδρομος στενός με τούφες και πουρνάρια όπως ήταν τότε. Το ποιο σοβαρό όμως ήταν ότι κάθε εκατό ή διακόσια μέτρα υπήρχε και κάποια ιστορία.
Απ’ την παλιοστάνη λοιπόν ελάτε μαζί μου να σας πω ότι λίγο ποιο πάνω στο τότε καψάλι (καμένο) ή θειά μου είχε δει ένα λύκο. Αν τον δεις λένε δεν ρίχνεις πέτρα με το δεξί γιατί θα πιαστεί το χέρι σου,
ΜΟΝΟ ΜΕ ΤΟ ΑΡΙΣΤΕΡΟ. Ρίξε τότε αν πετάς με το δεξί. Πιο πάνω έκανε λίγη στροφή ο δρόμος και εκεί είχαν σφάξει κάποια αντάρτισσα (συγνώμη για τις γραφικές λέξεις αλλά έτσι τις νοιώθεις για να μπεις στο νόημα εκείνης της βραδιάς). Λίγο πιο πάνω στη ράχη στ’ ακόνια είχε το αλώνι που κατά τους παλιούς, χορεύουν οι νεράιδες κάθε βράδυ.
Στα εκατό μέτρα ο δρόμος περνούσε πάνω από το στεφανάκι (μικρός γκρεμός) και οι δαιμόνοι εκεί συχνάζουν τους αρέσει να κρεμιέντε στα τσογκάρια.
Περνώντας πιο πάνω ανοίγει λίγο ο δρόμος μέχρι που στο Μπασμπουτολάγκαδο τα πράγματα δυσκολεύουν ξανά εκεί ήταν ένα κούτσουρο (δέντρος κομμένος) που είχε σκάσει σαν ξεράθηκε το ξύλο, και στην ερώτησή μου γιατί έγινε αυτό μου’χε πει ο παππούς μου ότι ήταν ένας δαίμονας μέσα στο δένδρο και απ’ το κακό του άνοιξε το κούτσουρο και με μεγάλο βρόντο πάει κάτω στο ρέμα. Αυτό το κούτσουρο το απέφευγα ακόμη και την ημέρα.
Ποιο πάνω στα πουριά είχαμε τις σπηλιές δεν είχα πάει ποτέ μέσα ήταν πάνω από το δρόμο λίγο απρόσιτες και ποιος ξέρει τι ήταν εκεί μέσα. Κάθε βράδυ λοιπόν αφού έκλινα τα γίδια στο μαντρί και ήμουνα σίγουρος ότι όλα ήταν μέσα παρέα με το σκύλο, Περδίκι, το λέγαμε έπρεπε να περάσω όλα τα εμπόδια στην διαδρομή για το σπίτι.
Τον έδενα όμως για να μην μου φεύγει. Να που πολλές φορές επειδή δεν του άρεσε το σκοινί μου’φευγε και έμενα μόνος. Κάπου, κάπου έβγαζα τον κύπρο ή κουδούνι για να το βροντάω για παρέα στο δρόμο. Τα ξεχνούσα όμως την άλλη μέρα και σιγά σιγά μέναν τα γίδια χωρίς βουντρούμι.
Να όμως και μια βραδιά που ψιλόβρεχε και ήταν πίσσα σκοτάδι το μόνο που άκουγες ήταν η βροχή να πέφτει. Ο Περδίκης εξαφανίστηκε. Το μόνο κουδούνι που είχε μείνει δεν μπορούσα να το βγάλω είχε παλαιό ξύλινο στεφάνι. Φακό δεν είχα.
Μού’μενε ένα ματσούκι και ο ΦΟΒΟΣ. Ήξερα το δρόμο πολύ καλά και έβλεπα περίπου που είναι οι πέτρες και οι τούφες αλλά θαμπά. Ξεκίνησα σιγά σιγά έχοντας όλες τις αισθήσεις μου σε υπερένταση. Η καρδιά μου θα είχε 180 παλμούς αλλά παιδί ήμουνα δεν υπήρχε φόβος για καρδιακό.
Έτρεμα όμως φοβισμένος. Ανεβαίνω στο καψάλι βλέποντας κάθε τούφα να μοιάζει σαν λύκος πέταξα μερικές στομπιές με το αριστερό. Πέρασα. Εκεί που έλεγε να σταθεί η καρδιά μου άρχιζε το επόμενο επεισόδιο προσπαθώντας να μην κοιτάζω δεξιά μου, με την φαντασία μου έβλεπα ακέφαλο σώμα να περπατά ή το κεφάλι με φοβερά άγρια αστραφτερά μάτια να βγαίνει μπροστά μου.
Με γρήγορα μισοτρέχοντας βήματα προσπαθώντας να μην κάνω θόρυβο και με ακούσουν τα παγανά. Ξεπέρασα αυτόν τον τρόμο. Τρέχω στη ράχη στ’ ακόνια δεν κοιτάζω δεξιά αν και ήμουν περίεργος να δω τις νεράιδες τις όμορφες με νυφικά φουστάνια, παίρνω την ανηφορίτσα για το στεφανάκι. Να που βλέπω κάποιο δαίμονα να περιμένει ακίνητος δίπλα απ’ το δρόμο. Κοντοστέκομαι ρίχνω μια πέτρα ακούω κάποιο κουμπ, κούτσουρο όρθιο ήταν στάθηκε λίγο η καρδιά μου τρέχω περνώ φτάνω στα μελούδια πριν το λαγκάδι που λίγο μετά ήταν το ποιο δύσκολο απ’ τα εμπόδια ανεβαίνει η αγωνία. Αχ να’ταν κάποια παράκαμψη απ’ αλλού αχ να’ταν κάτι. Και να! Ακούω τη θείτσα να φωνάζει το ξάδελφό μου τον Βαγγέλη. Την άκουσα στο πάνω δρόμο πεντακόσια μέτρα πάνω παράλληλα, και οι δρόμοι συνεχίζοντας σμίγουν στο κέδρο στο κόνισμα. Χαρά εγώ που άκουσα την θειά μου να φωνάζει ε Βαγγέλη. Τρέχω περνάω το
ρεματάκι βλέπω το κούτσουρο μπροστά μου πιο πέρα πήδηξα σαν ολυμπιονίκης από πάνω τρέχω περνώ κι άλλη ανηφοριά και ακούω την θειά ξανά «ε Βαγγέλη», τώρα όμως πολύ ποιο μπροστά πολύ ποιο πέρα λες και έτρεχε ποιο γρήγορα από μένα, έπρεπε να πετάξω για να την προλάβω εκεί που σμίγουν οι δρόμοι. Σκοντάφτω πέφτω σηκώνομαι τρέχω αρχίζω να βλέπω τις σκιές να κινούνται το ψιλοβρόχι πάντα πέφτει και φτάνω στα πουριά κάτω απ’ τις σπηλιές ο δρόμος ήταν ίσιος για λίγο και τότε που νόμιζα ότι θα πάρω λίγη φόρα για να προλάβω την θειά μου στο κέδρο, ακούω ΚΟΝΤΑ ΜΟΥ ΠΙΑ μες στις σπηλιές είκοσι μέτρα πάνω από το δρόμο Ε ΒΑΓΓΕΛΗ και αυτός απαντά Ε΄ εεε.
Τότε δε μου πήρε δέκατα του δευτερολέπτου για να καταλάβω ότι δεν ήταν η Θίτσα αλλά κάτι άλλο. Δεν θυμάμαι πότε πέρασα τις σπηλιές δεν κατάλαβα πότε ανέβηκα την ανηφόρα στον κέδρο. Πίσω μου μού’ρθε πως άκουσα θόρυβο ίσως τα χαλίκια που άφηναν τα λαστιχένια παπούτσια μου να πετούν προς τα πίσω. Μού’ρθε πως είδα, δεν θυμάμαι, ίσως το σκέφτηκα. Ήταν κάτι σαν τράγος με κέρατα μπροστά σαν ελάφι. Κόκκινα μάτια και φωτιές να βγαίνουν ανάμεσα στα μεγάλα δόντια του. Έτσι μας τους περιέγραφαν έτσι τον είδα. Τον είδα; Δεν θυμάμαι ήμουν σε παραλήρημα φόβου.
Πάντως είμαι σίγουρος ότι τον άκουσα. Τα κοφτερά μακριά αρκουδίσια νύχια του δεν με χτύπησαν
έτρεχα πολύ. Κάπου κάπου κάτι με ακουμπούσε ίσως ήταν αυτός ή η λάσπη που πετούσαν τα παπούτσια μου. Ποιος είχε χρόνο να κοιτάξει πίσω. Δεν κατάλαβα πότε πήρα τον κάτω δρόμο για το σπίτι. Για να πάω σπίτι μου περνούσα απέξω απ’ το σπίτι της θειάς μου. Όπως έτρεχα χωρίς να ξέρω που βρίσκομαι είδα το φράχτη και την αμπάρα (πόρτα στο φράχτη) απ’ το σπίτι της θειάς.
Άρπαξα πιάστηκα απ’ το φράχτη παραλίγο να χτυπήσω άσχημα απ’ την φόρα που είχα. Σταμάτησα. Τα χτυπήματα της καρδιάς μου δεν μετριόταν παραλίγο να πνιγώ για να πάρω ανάσα και ακούω τούμπου, τούμπου, τούμπου. Τρικλίζοντας μπαίνω μέσα στην αυλή προχωράω στην πόρτα λίγη ανταύγεια απ’ τις κλάρες στην φωτιά στο τζάκι με έκαναν να δω τη θειά μου να κοπανίζει το γάλα.
Ξαφνιάστηκε που με είδε στην πόρτα και λέει «τι είσαι ετσ’ πηδάκιμ Την ρωτώ τραυλά, Θίτσα ήσταν πέρα στα πουριά πριν λίγο; και λέει Τι λες πηδάκιμ το κοπανάω 2 ώρες και δεν βγαίνει( το βούτυρο) πώς να βρεθώ στα πουριά ; Θίτσα λέω εγώ, που είναι ο Βαγγέλς και λέει Στάλο το δωμάτιο κμιάτι». Όπως ήμουνα σωριάστηκα σαν τσουβάλι άδειο, ήξερα πια ότι αυτό που άκουσα και ίσως είδα ήταν ΦΑΝΤΑΣΜΑ. Χρειάστηκα τη βοήθεια του Μεγάλου ξαδέλφου που ήρθε σε λίγο για να πάω στο σπίτι μου. Ο Θεός να τον αναπαύει χρυσός άνθρωπος.
Ο επόμενος καιρός ήταν πολύ δύσκολος. Με τη βοήθεια φακών και τελικά μπροστογιωμής καραμπίνας (καριοφύλι) κατάφερα να συνηθίσω και να μην φοβάμαι τα φαντάσματα και τις νύχτες. Ευτυχώς που κάποιος δεν προσπάθησε να με φοβίσει στο δρόμο την νύχτα θα του ΄βγαζα τα μάτια με τα σκάγια. Ήμουν καλός στα όπλα από τότε.
Όλοι κάτω από ορισμένες συνθήκες φοβούμαστε και τότε μπορούμε να ΦΑΝΤΑΣΤΟΥΜΕ κάτι. Δεν
βγαίνουν όμως τα φαντάσματα αν δεν φοβάσαι και δεν τα πιστεύεις.
Πάντα κατά τη δική μου γνώμη! Οι πιο πολλές ιστορίες λένε. Εκείνος είδε ο άλλος είδε. Σπάνια
όμως ακούς εγώ είδα. Τα ποιο πολλά τα ακούς στα νυχτέρια ή στα καφενεία. Εγώ τα άκουσα τότε. Δεν τα πιστεύω τώρα. Είναι όλα δημιουργήματα ΤΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ και όπως είπε ο Μπάρμπα Αρκουμάνης ΄΄πρόσεξε μην γκρεμιστείς σε καμιά σάρα, που δεν την βλέπεις στο σκοτάδι΄΄.