12/7/12

ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΑ ΠΑΛΙΑ …Του Νάκου (Μάκκα) Μοτσεριώτη


 Καλοκαίρι διακοπές στο χωριό. Εκτός από τις άλλες ομορφιές και καθημερινές απασχολήσεις, το περπάτημα είναι στο πρόγραμμα. Έχουμε κάποιες διαδρομές που τις περπατάμε κάθε τόσο αλλά εγώ πολλές φορές περπατώ μόνος και πιο μακριά.



Ένα πρωί, ενώ είπαμε το βράδυ ότι θα πάμε για περπάτημα και νωρίς για να αποφύγουμε τον ήλιο, κανείς δεν ξύπνησε, εκτός από μένα.
Πήρα την γκλίτσα μου, δημιούργημα του μπάρμπα – Μήτσου, (λίγο στραβομύτα με σημάδι μαύρο, λες και κι έπεσε όταν ήτα μικρή και τις άφησε σημάδι) και παίρνω τον δρόμο. Προορισμός ο Μπλός. Προχωράω σιγά – σιγά στην αρχή και πιο γρήγορα μετά σαν ζεστάθηκαν τα μπιστόνια. Περνάω κάποιες στροφές, κάποια καρτέρια από άλλες εποχές, φτάνω στα δυο άσπρα σκυλιά, huskies τα λένε αλλού, όμορφα ζώα. Απέναντι μια δαμασκηνιά, γεμάτη δαμάσκηνα (λίγο ξινά, αλλά καλά για τη δίψα), δανείζομαι μερικά, χωρίς βέβαια να ζητήσω άδεια από κανέναν, τα βάζω στην τσέπη και προχωράω. Περνώ από τη φάρμα του Φόρη, κοιτάζω τα κατσίκια λέω καλημέρα στην σκύλα (παλαιά κυνηγιάρα, γερασμένη τώρα) μετά με υποδέχεται ο άγριος του Πλατή, δεν φοβάμαι όμως, αφού έχω τη γκλίτσα με κρανίσιο ματσούκι.
Περνώ, βλέπω την Αγία Τριάδα, κάνω το σταυρό μου και παίρνω την στροφή προς τα πάνω. Στην δεύτερη στροφή σταματάω, ψάχνω την φλέβα, μετράω τους σφυγμούς για να είμαι σίγουρος ότι δεν θα αλλάξουν το όνομα και το πουν στου Νάκου τις στροφές. Με ποιο μαλακό ρυθμό παίρνω την ανηφόρα, ανεβαίνω ποιο ψηλά κοιτώντας πάντα γύρω μου σαν ανοίγει πιο πολύ η θέα όσο ανεβαίνεις. Στην κορυφή, γεμάτο κεραίες λες και κατέβηκαν εξωγήινοι και έκαναν καταυλισμό σε έναν όμορφο τόπο. Δεν ταιριάζουν τα σιδηροδημιουργήματα με την όμορφη αυτή φύση. Προχώρησαν σ’ ένα απόγονο γιατί είχα ιδρώσει αρκετά. Βρήκα κάποιο φυσικό κάθισμα σ’ ένα τσουγκάρι με ωραία θέα ολόγυρα, σχεδόν από Φραγκίστα, Τατάρνα, Απεράντιο, Άγραφα, Κεράσοβο. Η θέα δεν περιγράφεται, μόνο αν πας εκεί θα το δεις. Θυμήθηκα ότι πήγαινα παλιά εξήντα χρόνια πριν, για πέρδικες εκεί. Ήταν πάντα όμορφο μέρος, ειδικά χωρίς τις σιδεριές.
Και αφού η μνήμη μου με πήγε πίσω σε κείνους τους καιρούς η φαντασία μου άρχισε να βλέπει όλους τους παλαιούς να βλέπει τον τόπο, όπως ήταν τότε. Τα χωράφια καταπράσινα, κήποι, καλαμπόκια, κόσμος πολύς σε σύγκριση με τώρα.
Τα δάση ποιο ανοιχτά με κοπάδια από γίδια και οι λάκες γεμάτες πρόβατα. Τα βόδια να μουγκρίζουν στον Καλόιρο, κάποιος γάιδαρος να γκαρίζει ψάχνοντας για το ταίρι του. Πετάω φανταστικά φυσικά, πάνω απ’ την κρανούλα. Βλέπω τον μπάρμπα Γιώργο και τη θείτσα.
Στο «σαραντόρεμα» τον μπάρμπα Μήτσο με την Γιωργούλα. Στην γριά λάκα τους μπάρμπα Φώτη, Μήτσο, Πάνο. Στον «κατφοράκι» τον Μπάρμπα Γιώργο να φτιάχνει ένα μεγάλο ξύλινο σταυρό και να τον στήνει (υπάρχει ακόμη).
Βλέπω άλλους να οργώνουν τις πατοσιές στις πλαγιές που ήθελες δυο μέτρα τοίχο για να φτιάξεις δύο μέτρα χωράφι. Βλέπω την θεια Σπύρενα να μας φτιάχνει «τγανιστό» (αυγά με κλουτσοτύρι) σαν πήγα κάποτε να της πω τα κάλαντα μαζί με τα ξαδέρφια μου, μια ώρα δρόμο στ’ «χαλικόβρυση».
Βλέπω τους σκαμνιώτες που έχτισαν τα σπίτια τους σ’ ένα υπέροχο καραούλι που το ζηλεύεις και τώρα σαν πας από ‘κεί. Ο σεισμός όμως τους έδιωξε, άλλοι έφυγαν μακριά, άλλοι μετακόμισαν στο καινούργιο χωριό. Τότε όμως έφτιαχναν καινούργιο σχολείο, εκκλησία, καφενείο. Ήταν η εποχή του μέλλοντος και της ελπίδας. Ένας όμως μένει ακόμα αγέρωχος, ο Μπάρμπα Πάνος, ο λεβέντης δεν φεύγει ούτε και εγώ θα έφευγα αν ήμουν στη θέση του.
Πιο δεξιά βλέπω τον μπάρμπα Βαγγέλη να χαρκιεύει το μύλο. Τον μπάρμπα Γιώργο να προσπαθεί να αλλάξει τη φωνή του κουδουνιού για να ταιριάξει στην σκάλα της βυζαντινής μουσικής που κρέμαγε στα γίδια με κύπρους και κουδούνια. Βλέπω τον μπάρμπα Κώστα Κώτη με τον πατέρα μου Μπάρμπα Μένιο να κυνηγούν κάποιο άγριο στην πανολάγκαδα στον Αι - Γιάννη.
Ακούω τον μπάρμπα Μήτσο νέον, Κυριακή πρωί να ξεκινά για τα γίδια και όταν τον ρωτάει η Μάνα μου αν θα πάει στην εκκλησία να λέει. «Κι ου θεός θέλει τα θκάτ κι μεις έχουμε τς μαγκφαριές μας». Βλέπω τον Τσιγαρίδα να φυσάει «ουφ ουφ» γιατί τον γέλασαν οι βλάχοι και του ‘δωσαν ενός μηνός τυρί και όχι φρέσκο, σαν περνούσαν με τα πρόβατα να πάνε στα καμάρια. Βλέπω στα κήπια της παλιάς Κρέντης, γυναίκες με μαύρα μαντήλια να ποτίζουν τα φασόλια και τις ντομάτες.
Η μάνα, οι θείες που έφυγαν όλες πια. Έμειναν δυο τρεις απ’ τις νεότερες που είχαν έρθει σαν νυφάδες εκεί. (τελευταία χάσαμε την πιο καλή)
Βλέπω τον Ντακομήτσο να διαβάζει την εφημερίδα τόσο γρήγορα που τον θαύμαζαν όλοι. Βλέπω τον μπάρμπα Γιάννη, τον Ρούμπο να τυλίγει κοκορέτσι, δίπλα στην στέρνα στ’ Πλιου τη βρύση.
Βλέπω το σχολείο πέτρινο, ψηλό εκεί που ήμασταν εκατόν είκοσι παιδιά σ’ ένα δωμάτιο, έξι τάξεις. Βλέπω δίπλα απ’ το σχολείο την κρανιά στον φράχτη στου Κότσα Ντάλλα τ΄ αμπέλι εκεί που παραλίγο να με σκοτώσει μ’ ένα κοτρώνι, επειδή του ‘κλεβα τα κράνια.
Βλέπω τον πάπα – Αποστόλη να παρακολουθεί τους μαστόρους που με προσωπική εργασία χτίζουν του Αι – Γιάννη την εκκλησία.
Βλέπω τον μπάρμπα Νίκο στην Μπίλισα να βάζει άλλη μια τσεκουριά σε κάποιο πλάτανο, σημαδεύοντας έτσι άλλο ένα ερίφιο που έψησε αγνώστου φυσικά κοπαδιού.
Μα βλέπω το πανηγύρι στο Αι Θανάση. Βλέπω τα πουρνάρια που κόπηκαν άδικα (μια άλλη ιστορία) κομπανία όργανα: ΜΑΚΚΑΣ – ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΑΛΛΑΣ – ΜΗΤΣΟΣ ΛΑΠΠΑΣ και μετέπειτα ΜΑΚΚΑΣ – ΚΟΥΡΟΣ – ΡΟΥΜΠΟΣ και ΛΕΠΕΝΙΩΤΗΣ στα τύμπανα.
Ανεξαρτήτως όμως της ορχήστρας αυτοί που χόρευαν ήταν το θέαμα.
Μπάρμπα Σταύρος μπροστά, Κώστας – Σωτήρης δεύτερος με φουστανέλες άσπρες, τσαρούχια με φούντα και πρόκες από κάτω και σκουφί μαύρο. Ακολουθούν οι Γιαννάκης Ντάλλας, κάποιος Μάκκας από Αγία Τριάδα, Παναϊτος Γιώργος, Μένιος Μάκκας, Γιώργος Λεπενιώτης, Κώστας Βούρτσας και μερικούς που δεν τους θυμάμαι στα ονόματα τους, βλέπω καθαρά σαν να ‘ναι τώρα.
Χορεύουν τα παιδιά της Σαμαρίνας και οι φουστανελάδες να γυρίζουν φάτσα – φάτσα και να χτυπούν τα τσαρούχια στο ρυθμό, πρόκες με πρόκες και να ακούγεται σαν να αλλάζει η φρουρά στον άγνωστο στρατιώτη.
Βλέπω όμως κι εμένα, ναι εμένα, παράξενο είναι κι όμως με βλέπω στα Κονιά να φυλάω δώδεκα γίδες που είχαμε. Υπήρχαν σπάρτα τότε εξήντα χρόνια πριν, κι όμως τις θυμάμαι:
Η Σταύρου, η Κόκια (κόκκινη), η Κανούτα, η Γκιόσα, η Πσουκέρα, η Ψαρού με τα κομμένα τα κέρατα, η Μπαλιά, η γριά Κανούτα, η Καπνογκιόσα, η Κουτσή και η Φλώρα.
Μπορώ να καθίσω μέρες εδώ και να θυμάμαι τόσα και τόσα. Αυτά που γράφω είναι μια γρήγορη ματιά από αριστερά προς τα δεξιά. Μια πολύ σύντομη περίληψη μιας ολόκληρης εποχής.
Σηκώνομαι γιατί μ’ έχει πιάσει ρίγος, είναι δροσιά εδώ πάνω. Κοιτάω απέναντι τον Αι – Γιάννη στο μοναστήρι, κάνω το σταυρό μου. Ο πατέρας μου έλεγε πάντα πως ο άγιος ήταν προστάτης της οικογένειάς μας. Σκέφτομαι από πού να γυρίσω, θυμάμαι πως ήταν κάποιο μονοπάτι που κατέβαινε στα μακροχώραφα και μετά κάτω που τώρα περνά ο δρόμος. Θα ‘ναι πιο κοντά από ‘κει και δεν το βαράει κι ο ήλιος.
Ξεκινάω προς τα κάτω. Άφησα τα μισά τα ρούχα στα κέδρα, οι γρατσουνιές στα πόδια πήραν έξι μήνες να σβήσουν, μαδήθηκα που λένε. Τελικά βγήκα στο δρόμο, ορκιζόμενος ότι δεν θα ξαναπάω από εκεί. Την άλλη φορά θα προτιμήσω τον αμαξόδρομο.
Φτάνοντας στο χωριό με ρωτούσαν σα που πήγες σήμερα. Όταν τους είπα την διαδρομή, τους είδα να φυλάγονται να εκφραστούν, ήξερα όμως τι έλεγαν μέσα τους. «Πάει αυτός, σαλάϊσε. Πήρε τα πλάγια. Έτσι παθαίνουν αυτού που παν μακριά τόσα χρόνια. Που πήει λέει ο άλλος, ώη ώη δεν είν’ καλά». Αυτοί έβλεπαν που περπάτησα αυτή τη μέρα, εγώ όμως μέσα σε λίγες ώρες πήγα μακριά, πολύ μακριά, σ’ άλλους καιρούς και σ’ άλλους ανθρώπους που έφυγαν.
Νιώθω, όμως, πως είμαι καλά και τυχερός που μπορώ να περπατώ και να βλέπω τον τόπο και νοερά να είμαι κοντά σε πολλούς που πέρασαν από ‘δω.
Νιώθω επίσης ότι πρέπει να γράφονται ποτέ, πότε τέτοιες ιστορίες ζωής, γιατί όταν περάσουμε και εμείς στον άλλο χώρο, οι νέοι δεν θα ξέρουν ή δεν θα μπορούν να φανταστούν πως ήταν κάποτε. Πολλοί νέοι δεν ξέρουν το συγγένειο τους από πού κατάγονται ή σαν τι προγόνους είχανε.
Κάποιοι παλιοί λέγανε: «Πές μου από πού προέρχεσαι για να σου πω ποιος είσαι!!!»