
ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ
«Σήμερα μαύρος ουρανός
σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα όλοι θλίβονται
και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερα βάλανε βουλή
οι άνομοι Ο(Ε)βραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά
κι οι τρις καταραμένοι,
για να σταυρώσουν το Χριστό
των Πάντων Βασιλέα.
Ο Κύριος ηθέλησε
να μπεί σε περιβόλι
να λάβει Δείπνο Μυστικό
να τον συλλάβουν όλοι.
Εκεί που τον συλλάβανε
και στον Χαλκιά τον πάνε
και στου Πιλάτου την αυλή
εκεί τον τυρρανάνε.
– Χαλκιά,Χαλκιά φτιάξε καρφιά
φτιάξε 3 πηρούνια ( περόνια)
και κείνος ο παράνομος βαρεί
και φκιάνει πέντε.
– Εσύ Χαλκιά που τά ‘φτιαξες,
εσύ θα μας διατάξεις.
-Βάλτε τα δυό στα χέρια του
και τ’ άλλα δυό στα πόδια,
το πέμπτο το φαρμακερό,
βάλτε το στην καρδιά Του,
να τρέξει αίμα και χολή
να λιγωθεί η καρδιά του.
Η Παναγιά η Δέσποινα
καθόταν μοναχή Της,
την προσευχή της έκανε
για Τον Μονογενή Της.
Φωνή εξήλθε εξ’ ουρανού
κι απ’ Αρχαγγέλου στόμα.
-Σώσων Κυρά τας προσευχάς,
σώσων και τας μετάνοιας
και τον Υιό Σου πιάσανε
και σα ληστή τον πάνε
και στου Πιλάτου την αυλή
εκεί τον τυρρανάνε.
Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε
έπεσε και λιγώθη
σταμνί νερό της ρίξανε
τρία κανάτια μόσχο,
για να της έρθει ο λογισμός
και να της έρθει ο νούς της.